Το ρολόι πρέπει να γυρίσει πίσω – Εκπαιδευτική πολιτική: πρόβες για επιστροφή στο «βαθύ παρελθόν»
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”99054″ img_size=”full”][vc_column_text]
Του Χρήστου Κάτσικα
Αποφασίστηκε, κατά πλειοψηφία, στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής η τοποθέτηση του προτεινόμενου από την κυβέρνηση Γιάννη Αντωνίου στη θέση του νέου προέδρου του ΙΕΠ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νέος πρόεδρος του ΙΕΠ (ακατάλληλος, σύμφωνα με ανακοίνωση της ΟΛΜΕ), ενώ δεν είχε ακόμα υπογραφεί το ΦΕΚ διορισμού του, δήλωσε ότι πρέπει «να ξαναχτιστεί αυτό που γκρεμίστηκε στην τετραετία 2015-2019, βελτιωμένο και ενισχυμένο για να πάμε παρακάτω» και στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ άλλων, εισηγήθηκε:
-Θέσπιση της αυτοαξιολόγησης και της εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων.
-Ατομική τιμωρητική αξιολόγηση με ποσοστώσεις για τους εκπαιδευτικούς.
-Νέο νόμο για την επιλογή των στελεχών της εκπαίδευσης με αποκλεισμό των συνδικαλιστών από τη διαδικασία επιλογής.
-Επαναφορά του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων, με αυξημένη εποπτική και αξιολογική δικαιοδοσία.
-Επανίδρυση και λειτουργία του δικτύου των Προτύπων και Πειραματικών σχολείων και επέκταση του θεσμού σε όλη την επικράτεια.
-Θέσπιση της τράπεζας θεμάτων στο Λύκειο, ως εργαλείο για τη διασφάλιση της αντικειμενικής αξιολόγησης των μαθητών και ως μηχανισμός εποπτείας και αξιολόγησης της προσφερόμενης γνώσης σε όλα τα λύκεια της επικράτειας.
-Καθιέρωση της βάσης του δέκα.
Ο πρόεδρος του ΙΕΠ δεν πρωτοτυπεί σε καμιά περίπτωση, αλλά αναπαράγει απλά το νεοφιλελεύθερο σχέδιο για σχολική αυτονομία (ιδιωτικοποίηση) με ανταποδοτικότητα (αξιολόγηση/αποτίμηση), αξιολόγηση όλων των μαθητών με βάση μια κεντρική τράπεζα θεμάτων, ένα πιο ελιτίστικο συνεπώς λύκειο, σύνδεση των μαθητικών αποτελεσμάτων με την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων, αυτοαξιολόγηση/ταξική διαφοροποίηση των σχολείων και ατομική επιτήρηση και πειθαρχικός έλεγχος όλων των εκπαιδευτικών στην προοπτική ενός αγοραίου/ιδιωτικοποιημένου εκπαιδευτικού συστήματος που προτείνουν οι ποικίλοι υπερεθνικοί οργανισμοί για το ελληνικό σχολείο.
«Το μεταρρυθμιστικό μομέντουμ της κυβέρνησης είναι ισχυρό και αποδεκτό από την κοινωνία» εκτίμησε ο Γ. Αντωνίου, και τόνισε: «Αυτό αποτελεί εξαιρετικά ευνοϊκή συνθήκη για την προώθηση δραστικών μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση. Ωστόσο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτό το ευνοϊκό κλίμα θα συνεχίσει να υπάρχει στον ίδιο βαθμό σε ένα ή ακόμη χειρότερα σε δύο χρόνια, πολλώ δε μάλλον, εάν σε αυτό το διάστημα δεν έχει παραχθεί έργο που να αλλάζει την κακή εικόνα της εκπαίδευσης».
Οι δηλώσεις του Γιάννη Αντωνίου προκάλεσαν τον αρνητικό σχολιασμό της εκπαιδευτικής κοινότητας καθώς είναι τουλάχιστον ανατριχιαστικό το γεγονός ότι νοσταλγεί το 2014, όταν λίγους μήνες πριν, 2.500 εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας είχαν απολυθεί και η κυβέρνηση Σαμαρά επιχειρούσε ανεπιτυχώς να επιβάλει, με τον «σουγιά στο κόκαλο και το λουρί στο σβέρκο», την αξιολόγηση στην εκπαίδευση. Οταν ακόμα και τα φροντιστήρια, που είχαν κυριολεκτικά θησαυρίσει, είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά μπροστά στον παραλογισμό της τράπεζας θεμάτων στο λύκειο και οι πάντες ομολογούσαν την αποτυχία του μέτρου της βάσης του δέκα.
Από την εποχή Αρσένη ακόμα, οι κυβερνώντες αρέσκονται να μιλούν για μεταρρυθμίσεις. Χρησιμοποιούν τον όρο «μεταρρύθμιση» επειδή έχει ένα ιδιαίτερο θετικό ιστορικό φορτίο. Ωστόσο, όσα εξαγγέλλουν, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με μεταρρυθμίσεις, καθώς είναι φανερό ότι τα μέτρα που προτείνει ο νέος πρόεδρος του ΙΕΠ, σε πλήρη συνεννόηση με την κυβέρνηση και την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, γυρίζουν το ρολόι της εκπαίδευσης πολλά χρόνια πίσω.
Πολύ σωστά η Εκπαιδευτική Παρέμβαση του Α’ Συλλόγου Εκπαιδευτικών Αθηνών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης επισημαίνει ότι ο νέος πρόεδρος του ΙΕΠ και το υπουργείο Παιδείας προτείνουν:
– Το ρολόι πρέπει να γυρίσει εξήντα χρόνια πίσω, στο 1954, όταν οι επιθεωρητές καταδυνάστευαν το εκπαιδευτικό σώμα και οι εκπαιδευτικοί κατασκεύαζαν διδασκαλίες ως θεατρικές παραστάσεις για να αντεπεξέλθουν στη δοκιμασία της επιθεώρησης, κατά την οποία κρίνονταν ο μισθός, ο βαθμός, η υπηρεσιακή τους εξέλιξη, ακόμα και η δυνατότητα μετάθεσης.
– Το ρολόι πρέπει να γυρίσει πίσω, στο 1952, όταν το πρώτο μεταπολεμικό Σύνταγμα που ψηφίστηκε τότε απαγόρευε ρητά στους δημοσίους υπαλλήλους το δικαίωμα στην απεργία. Απαγόρευση που έσπασε η ΔΟΕ με την απεργία διαρκείας του 1957. Γι’ αυτό σήμερα προχωράνε βήμα βήμα, με το απεργιακό μέτρο της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας.
– Το ρολόι πρέπει να γυρίσει πίσω, στην εποχή που δεν υπήρχε μονιμότητα. Γι’ αυτό οι μόνιμοι διορισμοί καταργήθηκαν, όλα τα προηγούμενα χρόνια και από όλες ανεξαιρέτως τις μνημονιακές κυβερνήσεις, γι’ αυτό τα κενά καλύπτονται με δεκάδες χιλιάδες αναπληρωτές, γι’ αυτό 35 και πλέον χιλιάδες εκπαιδευτικοί αντί να έχουν διοριστεί μόνιμοι βιώνουν το καθεστώς της εργασιακής ομηρίας ανασφάλειας και περιπλάνησης.
– Το ρολόι πρέπει να γυρίσει πίσω, στην εποχή της μεταπολεμικής σκληρής λιτότητας, όταν η συμπίεση των μισθών απογείωσε την ελληνική οικονομία και γέμισε τις τσέπες λίγων και εκλεκτών.
– Το ρολόι πρέπει να γυρίσει πίσω, όταν στην πόρτα της σχολής καραδοκούσε ο ασφαλίτης και στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα κυκλοφορούσαν περισσότεροι ασφαλίτες παρά φοιτητές.
– Το ρολόι –με τα νέα αντιασφαλιστικά μέτρα που ιδιωτικοποιούν την ασφάλιση, διαλύουν τα επικουρικά ταμεία και αυξάνουν τα όρια ηλικίας– πρέπει να γυρίσει ακόμα πιο πίσω, στον μεσοπόλεμο, στην εποχή που δεν υπήρχε κοινωνική ασφάλιση και οι εργαζόμενοι αποταμίευαν (όταν και όσο μπορούσαν) από το υστέρημά τους για να μην πεθάνουν στην ψάθα στα γεράματά τους.
Είναι φανερό ότι αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» που επιχειρεί το υπουργείο Παιδείας λιπαίνουν το έδαφος για φθηνή, πειθαρχημένη και ιδιωτικοποιημένη εκπαίδευση.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]