ΕΚΛΟΓΕΣ 2023: Ράλι 4 εβδομάδων
Οι ημερομηνίες – ορόσημα στο δρόμο προς τις κάλπες
Την τυπική κήρυξη της προεκλογικής περιόδου σηματοδότησε το Σάββατο, η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, κατά την οποία ο πρωθυπουργός ενημέρωσε επισήμως την Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την προσφυγή της χώρας σε κάλπες στις 21 Μαϊου.
Σημειώνεται πάντως πως η εν λόγω ενημέρωση έρχεται σχεδόν τέσσερις εβδομάδες μετά την σχετική ανακοίνωση από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη ενώπιον του υπουργικού συμβουλίου, κάτι που έχει ξεσηκώσει έντονη κριτική για υποτίμηση του ανώτατου πολιτειακού αξιώματος της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, τα βήματα προς τις εκλογές της 21ης Μαΐου έχουν ήδη ξεκινήσει, ενώ υπάρχουν συγκεκριμένες ημερομηνίες-σταθμοί -βάση των συνταγματικών προβλέψεων- στην όλη διαδικασία πριν αλλά και μετά από τις κάλπες..
Ειδικότερα:
• Μετά το επίσημο αίτημα του πρωθυπουργού προς την πρόεδρο της Δημοκρατίας για διάλυση της Βουλής αναμένεται να εκδοθεί το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο θα θυροκολληθεί στην είσοδο του κοινοβουλίου. Κάτι τέτοιο -βάσει Συντάγματος- πρέπει να γίνει το αργότερο μέχρι την ερχόμενη Παρασκευή 28 Απριλίου.
• Έχει ήδη δρομολογηθεί η αντικατάσταση τόσο του Γιάννη Οικονόμου από τον Άκη Σκέρτσο για την θέση του κυβερνητικού εκπροσώπου όσο και του Μάκη Βορίδη από την Καλλιόπη Σπανού για εκείνη του υπουργείου Εσωτερικών. Τα νέα κυβερνητικά στελέχη αναλαμβάνουν υπηρεσιακά χρέη ενόψει των εκλογών, καθώς τα απερχόμενα θα είναι υποψήφια στις επικείμενες κάλπες.
• Το αργότερο έως τις 2 Μαϊου το κάθε κόμμα θα πρέπει να υποβάλει στην ηλεκτρονική πύλη καταχώρισης υποψηφίων, τους υποψήφιους βουλευτές του, ενώ δυο ημέρες νωρίτερα κάθε πολιτικός σχηματισμός -στις 30 Απριλίου- θα πρέπει να καταθέσει στον Άρειο Πάγο το όνομά του και το σήμα του
• Κρίσιμη θεωρείται η 5η Μαΐου, καθώς πρόκειται για την ημερομηνία κατά την οποία το Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου θα ανακηρύξει επισήμως τους συνδυασμούς. Σημείο-κλειδί είναι η απόφαση που θα λάβει αναφορικά με το κατά πόσο είναι νόμιμη η κάθοδος του κόμματος του Ηλία Κασιδιάρη, με όποια μορφή κι αν επιχειρήσει να εμφανιστεί αυτό.
• Σε περίπτωση που δεν υπάρξει αυτοδυναμία, την επομένη των εκλογών, στις 22 Μαΐου η Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα δώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό του πρώτου κόμματος, ο οποίος θα έχει περιθώριο τριών ημερών -το περισσότερο- για τις διερευνητικές εκλογές. Εφόσον δεν τα καταφέρει η εντολή θα πάει στον επικεφαλής του δεύτερου κόμματος και εφόσον δεν τα καταφέρει ούτε αυτός, θα παραλάβει την εντολή ο επικεφαλής του τρίτου κόμματος στις εκλογές.
• Η όλη η διαδικασία των διερευνητικών μπορεί να διαρκέσει το πολύ εως 10 ημέρες, δηλαδή το αργότερο μέχρι και τις 31 Μαΐου.
• Aν oι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, o Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τoυς αρχηγούς των κομμάτων και, αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης πoυ να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, επιδιώκει τo σχηματισμό Κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Βουλής για τη διενέργεια εκλογών. Σε περίπτωση αποτυχίας αναθέτει στoν Πρόεδρο τoυ Συμβουλίου της Επικρατείας ή τoυ Αρείου Πάγου ή τoυ Ελεγκτικού Συνεδρίου τoν σχηματισμό Κυβέρνησης, όσo τo δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές, και διαλύει τη Βουλή.
• Οι επαναληπτικές βουλευτικές εκλογές διεξάγονται μέσα σε 30 ημέρες από την αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης μέσω διερευνητικών εντολών με την προκήρυξή τους να γίνεται με διάταγμα της Προέδρου της Δημοκρατίας, που προσυπογράφεται από το μεταβατικό Υπουργικό Συμβούλιο.
Η πιθανότερη ημερομηνία για την διεξαγωγή δεύτερων εκλογών -εφόσον απαιτηθούν και με βάση τα όσα έχει αναφέρει κατ’ επανάληψη ο ίδιος ο πρωθυπουργός- είναι η 2α Ιουλίου. Οι νέες εκλογές θα διενεργηθούν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, το οποίο ψηφίστηκε τον Ιανουάριο του 2020 από την ΝΔ και από την Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου.
Κυβέρνηση συνεργασίας βλέπουν οι ξένοι και οι αγορές
Ούτε εκλογικό ρίσκο, ούτε μεγάλη αβεβαιότητα, ούτε ανησυχία για τις μετεκλογικές εξελίξεις. Οι κινδυνολογικοί τόνοι απουσιάζουν πλέον από τις αναλύσεις ξένων πολιτικών σχολιαστών και στις εκθέσεις διεθνών οίκων για την Ελλάδα. Όσο πλησιάζει η ημερομηνία των εκλογών ο ορίζοντας ξεκαθαρίζει και οι προβλέψεις γίνονται περισσότερο ρεαλιστικές, εμπεριέχοντας και μιά νότα αισιοδοξίας για τις εξελίξεις.
Η S&P δεν έδωσε την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα στη χώρα μας, ψαλιδίζοντας λίγο τα φτερά της κυβερνητικής προεκλογικής προπαγάνδας. Έδωσε όμως ένα σαφές μήνυμα: Οι ξένοι οίκοι δεν ανησυχούν ιδιαίτερα για το αποτέλεσμα της κάλπης, ούτε φοβούνται μετεκλογική πολιτική αστάθεια και αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις.
Τον λόγο τον εξηγεί στην έκθεση του ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης: Θεωρεί πολύ πιθανή εξέλιξη τον σχηματισμό δικομματικής κυβέρνησης συνεργασίας μετά τις πρώτες εκλογές – χωρίς να χρειασθεί δεύτερη προσφυγή στις κάλπες. Οι αναλυτές της S&P εκφράζουν μάλιστα την πεποίθηση ότι “η επόμενη κυβέρνηση θα συνεχίσει να επιδιώκει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική εξυγίανση”.
Οι εκτιμήσεις αυτές δεν είναι κάτι καινούργιο. Τον τελευταίο καιρό τις συμμερίζονται όλο και πιό πολλοί δυτικοί διπλωμάτες στην Αθήνα, που παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις στην Αθήνα και έχουν πρόσβαση σε στοιχεία και αναλύσεις για τις συν τελούμενες διαφοροποιήσεις στο εκλογικό σώμα. Στα report προς τα αντίστοιχα ΥΠΕΞ και τις κυβερνήσεις τους διατυπώνουν μάλιστα τρεις βασικές εκτιμήσεις:
• Κανένα κόμμα δεν μπορεί να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία στις επικείμενες εκλογές, ούτε σε ενδεχόμενη νέα προσφυγή στις κάλπες
• Σε περίπτωση δεύτερης προσφυγής στις κάλπες και εφ’ όσον επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη ότι κανένα κόμμα δεν θα επιτύχει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, “οι πολιτικές δυνάμεις θα επιλέξουν να συνεργαστούν σε κυβερνητικό επίπεδο, ως “λύση εθνικού συμφέροντος” – όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε κείμενο δυτικοευρωπαίου επιτετραμμένου στην Αθήνα.
Ξένοι διπλωμάτες στην Αθήνα αναφέρουν επίσης ότι υπέρ του σχηματισμού δικομματικής ή τρικομματικής κυβέρνησης συνεργασίας τάσσονται και πολλοί ισχυροί οικονομικοί και επιχειρηματικοί παράγοντες, οι οποία “ασκούν εμμέσως επιρροή σε κόμματα και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αποφάσεων”.
Ολα αυτά – εκτιμήσεις, απόψεις και επιλογές των κέντρων πολιτικοοικονομικής ισχύος – είναι γνωστά στα κομματικά επιτελεία, που επικεντρώνουν την εκλογική μάχη στην προσπάθεια να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν καλύτερες θέσεις στο “τραπέζι” των μετεκλογικών διαπραγματεύσεων.