Είκοσι εταιρείες ευθύνονται για το 35% των παγκόσμιων ρύπων
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”98227″ img_size=”full”][vc_column_text]Έχει φτάσει η ώρα να μιλήσουμε όχι μόνο σοβαρά αλλά και με στοιχεία για το ποιος ευθύνεται για την μεγαλύτερη κρίση της εποχής μας: την κλιματική αλλαγή. Είκοσι -και μόνο- εταιρείες ορυκτών καυσίμων βρίσκονται πίσω από το 1/3 των παγκόσμιων ρύπων κι αν αυτό δεν είναι αρκετό για να μας εκπλήξει, το γεγονός ότι ήξεραν τι καταστροφή προκαλούν ήδη από το 1965 και παρόλ’αυτά συνέχισαν ανενόχλητες την ολέθριά τους δράση, αρκεί για να μας εξοργίσει.
Ο Guardian αποκαλύπτει τις 20 εταιρείες ορυκτών καυσίμων, των οποίων η αμείλικτη εκμετάλλευση των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα μπορεί να συνδεθεί άμεσα με περισσότερο από το ένα τρίτο των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στη σύγχρονη εποχή. Νέα στοιχεία από παγκοσμίου φήμης ερευνητές αποκαλύπτουν πώς αυτή η ομάδα κρατικών και πολυεθνικών εταιρειών οδηγεί το κλίμα σε μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, η οποία απειλεί το μέλλον της ανθρωπότητας.
Το αμερικανικό Ινστιτούτο Υπευθυνότητας για το Κλίμα, η μεγαλύτερη αρχή του κόσμου που διερευνά τον ρόλο της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων στην κλιμακούμενη απειλή της κλιματικής αλλαγής, κατάφερε να υπολογίσει τι έχουν εξορύξει οι εταιρείες αυτές διεθνώς αλλά και τους ρύπους για τους οποίους ευθύνονται αυτά τα ορυκτά καύσιμα από το 1965 και μετά – το χρονικό σημείο κατά το οποίο, σύμφωνα με ειδικούς οι επιπτώσεις των ορυκτών καυσίμων στο περιβάλλον ήταν πια γνωστές τόσο στους βιομήχανους όσο και στους πολιτικούς.
Οι κορυφαίες 20 εταιρείες της λίστας έχουν συμβάλει στο 35% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου παγκοσμίως, σε ένα σύνολο 480 δισεκατομμυρίων τόνων (ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα- GtCO2e) από το 1965 και μετά.
Κορυφαία στη λίστα είναι η Saudi Aramco, με την Chevron να έρχεται δεύτερη και την Gazprom να συμπληρώνει την τριάδα του κακού. Ανάμεσα στις 20 και η γνωστές σε όλους μας BP και Shell.
Η λίστα των μεγαλύτερων εταιρειών – ρυπαντών, όπως δημοσιεύτηκε στον Guardian:
Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν ήξερε. Οι ΗΠΑ – πρόεδρος των οποίων είναι σήμερα ο σφοδρότερος αρνητής της κλιματικής αλλαγής, ο Ντόναλντ Τραμπ – ήταν η χώρα που είχε πρώτη προειδοποιήσει για το τι επίκειτο. Τον Νοέμβριο του 1965, ο πρόεδρος Λύντον Τζόνσον δημοσίευσε μια έκθεση που συντάχθηκε από την Επιτροπή Περιβαλλοντικής Ρύπανσης , της επιστημονικής συμβουλευτικής επιτροπής του αμερικανού προέδρου, η οποία εξηγούσε την πιθανή επίδραση της συνεχούς παραγωγής ορυκτών καυσίμων στην παγκόσμια θέρμανση. Την ίδια χρονιά, ο πρόεδρος του Αμερικανικού Ινστιτούτου Πετρελαίου ανέφερε το εξής: «Μία από τις σημαντικότερες προβλέψεις της έκθεσης του Προέδρου είναι ότι το διοξείδιο του άνθρακα προστίθεται στην ατμόσφαιρα της Γης από την καύση άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου αερίου με τέτοιο ρυθμό που μέχρι το έτος 2000, τα επίπεδα της μέσης θερμοκρασίας θα έχουν διαταραχθεί προκαλώντας σημαντικές αλλαγές στο κλίμα».
Περισσότερα από 50 χρόνια μετά, η κλιματική αλλαγή είναι πια μια μεγάλη τραγωδία για την οποία πρέπει να πληρώσουν το τίμημα 7,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι, που θα αναγκαστούν να ζήσουν σε έναν υποβαθμισμένο πλανήτη – έτσι ώστε μερικές βιομηχανίες να αποκομίζουν ασύλληπτα κέρδη.
«Είναι μια μεγάλη ηθική αποτυχία του πολιτικού μας συστήματος που έχουμε επιτρέψει αυτό να συμβεί», παρατηρεί η βρετανική εφημερίδα.
Δεν ευθύνεσαι εσύ, αλλά εσύ μπορείς να αλλάξεις τα πράγματα
Πολλοί λένε πως η έκτη μαζική εξαφάνιση της ζωής στον πλανήτη Γη έχει ήδη ξεκινήσει, αλλά ίσως αυτό δεν είναι δόκιμο. Ίσως θα πρέπει να μιλάμε για την «πρώτη μαζική εξόντωση», παρατηρεί ο αρθρογράφος του Guardian, George Monbiot. Όπως άλλωστε αναφέρει ο ιστορικός του περιβάλλοντος Justin McBrien σε ένα πρόσφατο δοκίμιό του, η περιγραφή της της σύγχρονης εξάλειψης των βιοσυστημάτων περιλαμβανομένων και των ανθρώπινων κοινωνιών ως εξαφάνιση, κάνει την κατάσταση να ηχεί σαν… ατύχημα.
Αν και όλοι συμμετέχουμε στην πρώτη αυτή μεγάλη εξόντωση των ειδών, η προσωπική μας ευθύνη είναι αμελητέα μπροστά σε αυτή των πραγματικών υπαίτιων. Κι αυτό γιατί ο μέσος όρος της ανθρωπότητας καθοδηγείται από ένα σύστημα σκέψης και δράσης που διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τις επιχειρήσεις.
Από το 1965, όταν πια διατυπώθηκαν από επίσημα χείλη οι φόβοι για το μέλλον του πλανήτη, οι πετρελαϊκές εταιρείες χρηματοδοτούσαν μικρά κέντρα και πλήρωναν συνταξιούχους επιστήμονες και ψεύτικα «λαϊκά κινήματα για να ρίξουν τη σκιά της αμφιβολίας και να περιφρονηθεί η επιστήμη του κλίματος. Υποστήριξαν πολιτικούς για να εμποδίσουν τις διεθνείς προσπάθειες περιορισμού των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Έκαναν μεγάλες επενδύσεις στο πράσινο ξέπλυμα της δημόσιας εικόνας τους.
Αυτές οι προσπάθειες συνεχίζονται και σήμερα, μέσω της διαφημιστικής οδού, με μεγάλες πετρελαϊκές όπως η Shell και η Exxon να προσπαθούν να μας δημιουργήσουν την παραπλανητική εντύπωση ότι περνούν από ορυκτά καύσιμα σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αν μελετήσει όμως κανείς την ετήσια έκθεση της Shell , θα δει ότι πέρυσι επένδυσε 25 δις δολάρια στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, ωστόσο, δεν υπάρχουν στοιχεία για τις επενδύσεις της σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Ο Guardian απευθύνθηκε και στις 20 εταιρείες που κατονομάζονται στον κατάλογο των ρυπαντών. Μόνο οι επτά ανταποκρίθηκαν. Κάποιοι αμφισβήτησαν το γεγονός ότι ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος των ορυκτών καυσίμων ήταν γνωστός. Άλλοι δήλωσαν ότι αποδέχονται την επιστήμη του κλίματος και ορισμένοι ισχυρίστηκαν ότι υποστηρίζουν τους στόχους που τέθηκαν στη συμφωνία του Παρισιού για τη μείωση των εκπομπών και τη διατήρηση της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας σε 1,5C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Ορισμένοι όμως ισχυρίστηκαν ότι δεν ήταν άμεσα υπεύθυνοι για το πώς χρησιμοποιήθηκαν από τους καταναλωτές το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο ή ο άνθρακας που εξήγαγαν.
Το ότι η «πρώτη μεγάλη εξόντωση» είναι ζήτημα επιλογής των καταναλωτών είναι και το μεγαλύτερο ψέμα των εταιρειών ορυκτών καυσίμων. Πρόκειται για ψέμα, γράφει ο Guardian, γιατί ζούμε στο πλαίσιο μιας πολιτικής, οικονομικής και φυσικής υποδομής που δημιουργεί την ψευδαίσθηση επιλογής ενώ, στην πραγματικότητα, την κλείνει. Βασιζόμαστε σε μια ιδεολογία τόσο οικεία και διάχυτη που δεν την αναγνωρίζουμε ούτε ως ιδεολογία. Ονομάζεται… καταναλωτισμός. Έχει δημιουργηθεί με τη βοήθεια επιδέξιων διαφημιστών και εμπόρων, από την εταιρική κουλτούρα των διασημοτήτων και διασπείρεται από μέσα που απευθύνονται σε εμάς ως παραλήπτες αγαθών και υπηρεσιών και όχι ως δημιουργούς της πολιτικής πραγματικότητας. Κι απλώνεται σαν κηλίδα μέσα στο πολιτικό σύστημα, μέχρις ότου οι πολιτικοί ηγέτες να παύσουν να εκπροσωπούν εμάς και να εργάζονται για αυτούς που τον υποκινούν. Σε ένα τέτοιο σύστημα, χάνονται μεμονωμένες επιλογές. Οι προσπάθειες να οργανωθούν μποϊκοτάζ έχουν γνωστές δυσκολίες και τείνουν να λειτουργούν μόνο όταν υπάρχει ένας μικρός και άμεσος στόχος.
Η ιδεολογία του καταναλωτισμού είναι εξαιρετικά αποτελεσματική όμως στην μετατόπιση της ευθύνης. Αυτή η εξατομίκευση της ευθύνης, μας κάνει να μην βλέπουμε τους πραγματικούς υπαίτιους της καταστροφής. Η δύναμη του καταναλωτισμού είναι επίσης το γεγονός ότι μας κάνει ανίσχυρους. Μας παγιδεύει μέσα σε ένα στενό κύκλο λήψης αποφάσεων, στον οποίο κάνουμε ασήμαντες επιλογές έναντι άλλων και όχι για αποτελεσματική αλλαγή. Είναι, πρέπει να παραδεχτούμε, ένα λαμπρό πρότζεκτ.
Ποιο είναι λοιπόν το συμπέρασμα; Ότι είναι το σύστημα που καλούμαστε να αλλάξουμε, και όχι τα προϊόντα του συστήματος.
Η αρχή μπορεί να γίνει με το να πάψουμε να ενεργούμε ως καταναλωτές και να αρχίσουμε να ενεργούμε ξανά ως πολίτες. Συμπαρασύροντας κι άλλους μαζί μας…
Γιατί χρειάζεται πολιτική δράση απέναντι στις εταιρείες ορυκτών καυσίμων…
Πηγή: tvxs.gr[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]