«Δύο βήματα μπρος, ένα πίσω»: Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του καθηγητή της Νομικής Αθηνών, Νίκου Αλιβιζάτου
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”125309″ img_size=”full”][vc_column_text]Στις 7 Δεκεμβρίου θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το νέο βιβλίο του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκου Αλιβιζάτου, με τίτλο «Δύο βήματα μπρος και ένα πίσω», ο οποίος διατηρεί πολύχρονους και στενούς δεσμούς με την Ηλεία.
Λίγες πριν από την επίσημη κυκλοφορία του βιβλίου, η «Πρωινή» προδημοσιεύει σήμερα ένα απόσπασμα, στο οποίο ο κ. Αλιβιζάτος αφηγείται τη σπουδαστική δραστηριότητά του κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, μαζί με φίλους του, μεταξύ των οποίων και ο πρώην δήμαρχος Πύργου, Μάκης Παρασκευόπουλος.[/vc_column_text][vc_single_image image=”125308″ img_size=”full”][vc_column_text]
Στο προεδρικό μέγαρο, τον Ιούλιο του 2007, όταν ο Κάρολος Παπούλιας άρχισε να καλεί αντιστασιακούς στη δεξίωση για την επέτειο της αποκατάστασης της δημοκρατίας. Από αριστερά, η «παρέα της ΕΚΙΝ», είμαστε γραβατωμένοι, κάποιας βέβαια ηλικίας, αλλά πάντοτε κεφάτοι, τριάντα πέντε χρόνια μετά την εποχή που μας είχε φέρει κοντά: Γιώργος Βερνίκος, Παναγιώτης Κανελλάκης, η αφεντιά μου και ο Μάκης Παρασκευόπουλος, δήμαρχος Πύργου τότε.
Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων
Σε ό,τι με αφορά, έζησα την εξέλιξη αυτή από πολύ κοντά. Στην αρχή, προσπαθήσαμε να εκδώσουμε ένα έμμεσα πολιτικό περιοδικό –με τον πολύ… πρωτότυπο τίτλο Πορεία!– με τον Μάκη Παρασκευόπουλο, τον Άλκη Παναγιωτόπουλο και άλλους φίλους. Για να αποφύγουμε τον αντιφοιτητικό νόμο της χούντας, που απειλούσε με αποβολή όσους φοιτητές ανέπτυσσαν πολιτική δράση, ζητήσαμε από έναν νέο τότε λογοτέχνη, τον Θανάση Βαλτινό, να καλύψει την προσπάθεια ως εκδότης. Τον ξέραμε από την Κάθοδο των Εννέα, που είχε δημοσιευτεί προδικτατορικά στις Εποχές. Δέχθηκε με μεγάλη προθυμία. Μας σύστησε μάλιστα ως «σύμβουλο» έναν φίλο του, αρκετά μεγαλύτερο στα χρόνια, τον «Θανάση» όπως τον αποκαλούσε, ο οποίος μας έκανε γραπτές παρατηρήσεις για τα άρθρα που συγκεντρώναμε. Ήταν ο Στρατής Τσίρκας. Σε κάποιο παλιό συρτάρι του γραφείου μου πρέπει να σώζονται οι σημειώσεις του. Σε μια από τις εισβολές της στο σπίτι μου, η ασφάλεια κατάσχεσε τον ογκώδη φάκελο με τις συμβολές που είχαμε συγκεντρώσει και έτσι το εγχείρημα εκείνο τελικά ματαιώθηκε.
Η συμμετοχή μου στην Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων (ΕΚΙΝ) την άνοιξη του 1970 ήταν ο άλλος τρόπος με τον οποίο δραστηριοποιήθηκα τότε. Είχε προηγηθεί ο Ξενοφών Γιαταγάνας, ο οποίος μας μιλούσε με θαυμασμό για τη δράση του σωματείου. Με τον Μάκη Παρασκευόπουλο διατηρούσαμε εντούτοις κάποιες επιφυλάξεις, καθώς ως «σοβαροί μαρξιστές» -όπως θεωρούσαμε τότε τους εαυτούς μας- δεν ήμασταν βέβαιοι ότι η δράση της ΕΚΙΝ ήταν, υπό τις τότε συνθήκες, στο ύψος των περιστάσεων. Πολύ περισσότερο που οι πρωτεργάτες της –Κανελλάκης και Βερνίκος- δεν ήταν ούτε -το κυριότερο- διεκδικούσαν την ιδιότητα του «μαρξιστή». Κούνια που μας κούναγε.
Από την πρώτη στιγμή διαπιστώσαμε ότι στην ΕΚΙΝ μπορούσαν να γίνουν θαύματα. Πρώτα σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο, στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, και από το φθινόπωρο του 1971 στο δικό μας εντευκτήριο, ένα διπλό υπόγειο στην πολυκατοικία της οδού Γιάννη Σταθά 25, στο τέρμα της οδού Αναγνωστοπούλου δεξιά. Από τις τακτικές μας εκδηλώσεις πέρασαν εκατοντάδες νέοι και νέες, προπαντός φοιτητές, παρά τα μπλόκα της αστυνομίας που έπαιρνε τις ταυτότητες των προσερχόμενων. Παρέλασε τότε με ομιλίες όλη η αφρόκρεμα της αθηναϊκής διανόησης, από τον Γιώργο Κουμάντο, τον Αλέξανδρο Κοτζιά και τον Γιάγκο Πεσμαζόγλου, έως τον Αιμίλιο Ζαχαρέα και τον Μάρκο Αυγέρη. Ως και τον Ιωάννη Μαρίνο είχαμε καλέσει, ο οποίος μας μίλησε για τα οικονομικά του ’21. Σε ειδική εκδήλωση παρουσιάσαμε τότε και την ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;, παρουσία του πρωταγωνιστή. Εκείνο το βράδυ σημειώθηκε αδιαχώρητο. Ως υπεύθυνος για τις εκδηλώσεις αυτές, πολυγραφούσα κάθε φορά σχετικό φυλλάδιο, το οποίο μοιράζαμε στους προσερχόμενους.
Κορυφαία εκδήλωσή μας πάντως ήταν η επίσκεψη και η ομιλία της γνωστής Βρετανής οικονομολόγου Τζόαν Ρόμπινσον, καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, την οποία με μεσολάβηση του Στέφανου Πεσμαζόγλου είχαμε καλέσει τότε στην Ελλάδα. Σε αυτήν την εκδήλωση θα σταθώ λίγο περισσότερο:
Την Ρόμπινσον την υποδεχθήκαμε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού ο Παναγιώτης Κανελλάκης, η Όλγα Τρέμη και η αφεντιά μου. Κομψότατη, με το γούνινο παλτό της, η Όλγα έδινε με την παρουσία της και μόνο έναν διαφορετικό τόνο. Τη Ρόμπινσον φιλοξένησαν τότε στο σπίτι τους ο Γιάγκος και η Μιράντα Πεσμαζόγλου, εμείς όμως είχαμε την ευθύνη για τις μετακινήσεις της, τα αξιοθέατα που θα επισκεπτόταν κ.λπ., καθότι ερχόταν στην Ελλάδα για πρώτη φορά. Το τελευταίο αυτό ζήτημα ήταν εκείνο που παρολίγο να προκαλέσει πραγματική ρήξη στους κόλπους της ΕΚΙΝ. Προετοιμάζοντας την επίσκεψη της Ρόμπινσον, άνω των εβδομήντα ετών τότε, είχαμε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα: οι μεν, με εμένα ως βασικό εκπρόσωπο, υποστηρίζαμε ότι πρέπει να την ξεναγήσουμε στην Ακρόπολη, στο Αρχαιολογικό και το Μουσείο Μπενάκη και να την πάμε ενδεχομένως και καμιά βόλτα ως το Σούνιο. Οι δε, με κύριο εκφραστή τον Νίκο Γουλανδρή, φοιτητή της Ιατρικής και ιδεολογικά πολύ σκληρότερο, πρότειναν να της δείξουμε εργοστάσια και άλλους τόπους εργασίας, προκειμένου να δει πώς ζουν οι Έλληνες εργαζόμενοι στην Ελλάδα της χούντας. «Δεν είμαστε γραφείο ταξιδίων, για να οργανώνουμε ξεναγήσεις», με κατακεραύνωνε ο Νίκος. «Μα εργοστάσια βλέπει και στην Αγγλία», απαντούσα εγώ. Τελικά, αφού πήραν τον λόγο οι περισσότεροι παριστάμενοι, για να αποτρέψουμε το μοιραίο, αποφασίσαμε να διατυπώσουμε στα αγγλικά τις δύο προτάσεις και να τις υποβάλουμε στην Ρόμπινσον, ώστε η ίδια να διαλέξει. Φυσικά, εκείνη διάλεξε τη δική μου πρόταση και η αγαλλίαση που ένιωσα για τη νίκη μου αυτή δεν περιγράφεται.
Η ομιλία της Ρόμπινσον έγινε στο θέατρο Μπρόντγουει, στην οδό Αγίου Μελετίου. Από πολύ νωρίς η αίθουσα γέμισε και η διάλεξή της με θέμα «Η οικονομική ανάπτυξη σήμερα» έγινε με ορθίους και χωρίς απρόοπτα. Τη συζήτηση διηύθυνε ο οικονομολόγος Κώστας Σοφούλης, μεταφραστής της Ρόμπινσον στις εκδόσεις Παπαζήση, ο οποίος μόλις είχε αποφυλακιστεί από τον Κορυδαλλό. Είχε μείνει στη φυλακή πάνω από τέσσερα χρόνια, λόγω συμμετοχής στη Δημοκρατική Άμυνα. Κάποια στιγμή, ζήτησε και πήρε τον λόγο και ένας υφυπουργός της χούντας, ο Αριστείδης Δημόπουλος, ο οποίος «καλωσόρισε» τη μεγάλη οικονομολόγο και θέλησε να την κολακέψει, αναφέροντας μερικά από τα επιτεύγματά της, «παρ’ ότι ήταν γυναίκα». «Τhe fact that I am lady is irrelevant», ήταν η απάντηση που εισέπραξε μέσα σε θύελλα χειροκροτημάτων.
Στη Θεσσαλονίκη, απεναντίας, όπου η Ρόμπινσον επρόκειτο να μιλήσει σε αίθουσα ξενοδοχείου, τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Η αστυνομία απαγόρευσε την εκδήλωση και εμπόδισε με μπλόκο την προσέλευση του κοινού. Η καλεσμένη μας πάντως το διασκέδασε, αφού, με το Mini Cooper του, ο Παναγιώτης Κανελλάκης, που ήταν πρώην ραλίστας, κατάφερε, με δύο απανωτά τετ-α-κέ στην παλιά πόλη, να ξεφύγει από την παρακολούθηση δύο Lada της ασφάλειας και ενός περιπολικού, που οι διάδοχοι του στρατηγού Μήτσου στην ασφάλεια της συμπρωτεύουσας είχαν διαθέσει γι’ αυτόν τον σκοπό.
Με την επίσκεψη της Τζόαν Ρόμπινσον, η δράση της ΕΚΙΝ είχε φθάσει στο απόγειό της. Ήταν φανερό, εντούτοις, ότι η χούντα δεν μπορούσε να την ανεχθεί περισσότερο. Έτσι κίνησε τη διαδικασία για τη διάλυσή της, μαζί και της ΕΜΕΠ, με απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών. Με δικηγόρους τον Γεώργιο Β. Μαγκάκη και τον νεαρό τότε Χριστόφορο Αργυρόπουλο, δώσαμε τη μάχη πιστεύοντας στο φιλότιμο του προέδρου και των δύο πρωτοδικών. Πέσαμε βέβαια έξω.
Η ΕΚΙΝ, ωστόσο, είχε παίξει τον ρόλο της. Λίγο αργότερα, στο ίδιο Πρωτοδικείο, επρόκειτο να εκδικασθούν οι ιστορικές αιτήσεις για τον διορισμό προσωρινών διοικήσεων στους φοιτητικούς συλλόγους. Ήταν μια ιδιοφυής ιδέα του Διονύση Μπουλούκου –άλλος ένας τολμηρός και πανέξυπνος άνθρωπος, που έφυγε από τη ζωή έκτοτε, χωρίς να τιμηθεί για τη δράση του- την οποία υιοθέτησε ένας άλλος θαρραλέος δικηγόρος, ο Αντώνης Βγόντζας. Τις υπογραφές των περισσότερων φοιτητών της Νομικής είχε μαζέψει στην αίθουσα της ΕΚΙΝ, εκείνη την άνοιξη, ο αείμνηστος Νικήτας Λιοναράκης. Έτσι, από το φθινόπωρο του 1972, ο αντιδικτατορικός αγώνας έμπαινε σε μια καινούρια φάση.
Ανατρέχοντας μετά από μισό σχεδόν αιώνα στην ταραγμένη εκείνη διετία 1970-1972, μπορώ να πω χωρίς επιφυλάξεις ότι ήταν τα καλύτερά μου χρόνια. Διότι, σε ό,τι τουλάχιστον αφορά εμένα, ήταν η πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή μου που είχα την πεποίθηση ότι μετέχω πραγματικά στη διαμόρφωση της ιστορίας (ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζα). Είναι ένα μοναδικό αίσθημα που σου δίνει χαρά και αυτοπεποίθηση, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό σου βίο.
Όπως μας διηγούνταν οι μεγαλύτεροι, ανάλογα αισθήματα είχαν νιώσει και οι ίδιοι στα χρόνια της Κατοχής, παρά τον θάνατο που καραδοκούσε σε κάθε γωνιά του δρόμου. Ερωτικά πλούσια, η διετία αυτή ήταν και πολιτικά καθοριστική για μένα. Όχι τόσο στη λογική της ένταξης σε κάποιο κόμμα ή οργάνωση, όσο γιατί τότε νομίζω πως διαμόρφωσα ένα κώδικα αξιών που έκτοτε πιστεύω πως ακολούθησα. Ακόμη θυμάμαι πόσο είχα αγανακτήσει για μια δήλωση που είχε κάνει τότε από το Τορόντο ο Ανδρέας Παπανδρέου: «Καλή η προσπάθεια των παιδιών αυτών στην Αθήνα, περίπου έλεγε, ξεχνούν όμως ότι η χούντα τους ανέχεται γιατί έτσι τη βολεύει». Γι’ αυτό, συνέχιζε, ήταν σωστή η γραμμή του ΠΑΚ, που μιλούσε τότε για «μικρές και ευέλικτες» ένοπλες ομάδες, που θα ξεκίναγαν στα βουνά της Ηπείρου το νέο αντάρτικο. Από τότε χρονολογούνται οι επιφυλάξεις μου για τον σπουδαίο αυτόν πολιτικό που, όπως πιστεύω, τότε τουλάχιστον μπορούσε να προσφέρει πολύ περισσότερα στη χώρα.
[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]