Διονύσης Καλαματιανός: «Ενεργειακή δημοκρατία ως απάντηση στην κρίση»
Αγωνία επικρατεί σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενόψει του δύσκολου χειμώνα που έρχεται. Είναι ξεκάθαρο ότι οι πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης εντείνουν τις καταιγιστικές συνέπειες της ενεργειακής κρίσης.
Η βίαιη και δίχως σχέδιο απολιγνιτοποίηση, η αύξηση της εξάρτησης της ηλεκτροπαραγωγής από εισαγόμενο και πανάκριβο φυσικό αέριο, η εφαρμογή της ρήτρας αναπροσαρμογής και η μη διενέργεια ελέγχων στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας εκτόξευσαν τα τιμολόγια ρεύματος. Παράλληλα, η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και το ξεπούλημα των δικτύων φυσικού αερίου της Χώρας στέρησαν πολύτιμα εργαλεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής και να στηρίξουν τους καταναλωτές.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση αδιαφορεί για τη ραγδαία αύξηση των τιμών στο ρεύμα, τα καύσιμα, τα τρόφιμα, τα αγροεφόδια κ.α. Το μόνο που κάνει είναι να χρηματοδοτεί την αισχροκέρδεια, μέσω των επιδομάτων από τα χρήματα των ίδιων των φορολογουμένων, τα οποία καταλήγουν στις τσέπες των παρόχων ενέργειας.
Η αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης απαιτεί αποφάσεις που θα δώσουν πραγματική ανάσα. Μεταξύ άλλων, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προτείνει τον πλουραλισμό στην παραγωγή ενέργειας, ως βασικό χαρακτηριστικό ενεργειακής δημοκρατίας. Σε αυτό, κρίσιμο ρόλο μπορούν και πρέπει να έχουν οι Ενεργειακές Κοινότητες και η αυτοπαραγωγή.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τον ν. 4513/2018 παρείχε τη δυνατότητα στις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες να συμμετέχουν στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Προκειμένου να στηριχτεί το εγχείρημα, δόθηκε προτεραιότητα στη χορήγηση αδειών και στους όρους σύνδεσης στο δίκτυο, ενώ προβλέφθηκε χρηματοδότηση ύψους 25 εκατ. ευρώ από το ΕΣΠΑ.
Τα οφέλη που μπορούν να προκύψουν είναι πολλά και περιλαμβάνουν την κάλυψη των τοπικών αναγκών σε ενέργεια, σε συνδυασμό με τη μείωση του ενεργειακού κόστους για τους κατοίκους και τις επιχειρήσεις της εκάστοτε περιοχής, δίνοντας έμφαση στη στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών, ενώ αντιμετωπίζονται και τα ολιγοπώλια.
Στο πρόγραμμά του, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θέτει ως στόχο οι νέες άδειες των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας να αφορούν κατά 50% Ενεργειακές Κοινότητες, αυτοπαραγωγή και αυτοκατανάλωση, ώστε να επωφελούνται οι τοπικές κοινωνίες από φθηνό ρεύμα.
Δυστυχώς, όμως, η ενεργειακή πολιτική της σημερινής κυβέρνησης στρέφεται ξεκάθαρα ενάντια στη λειτουργία των Ενεργειακών Κοινοτήτων και της αυτοπαραγωγής. Οι ενεργειακές υποδομές εκχωρούνται σε ιδιώτες, ενώ χάθηκε η προτεραιότητα των Ενεργειακών Κοινοτήτων στη χορήγηση όρων σύνδεσης στο δίκτυο ηλεκτρισμού. Παράλληλα, ακυρώνονται στην πράξη τα χρηματοδοτικά εργαλεία στήριξής τους, που είχαν εξασφαλιστεί επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Οι κυβερνώντες, στα 3,5 χρόνια διακυβέρνησής τους, απέτυχαν συνειδητά να αναβαθμίσουν το ηλεκτρικό δίκτυο, να προχωρήσουν το ρυθμιστικό πλαίσιο της αποθήκευσης, να ενισχύσουν τις Ενεργειακές Κοινότητες και την αυτοπαραγωγή – αυτοκατανάλωση, ρίχνοντας στα βράχια την ορθολογική ανάπτυξη των ΑΠΕ. Την ίδια στιγμή, όλο και πληθαίνουν οι καταγγελίες για την αδιαφανή αλλαγή της προτεραιοποίησης των έργων ΑΠΕ που λαμβάνουν δεσμευτικούς όρους σύνδεσης στο δίκτυο, με κατεύθυνση σε συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Αν και η πράσινη μετάβαση πρέπει να υλοποιηθεί προς όφελος των πολλών, με περιβαλλοντικό αποτύπωμα, είναι σαφές πως το κυβερνών κόμμα τη μετατρέπει συνειδητά σε προνόμιο των λίγων, αποκλείοντας ουσιαστικά τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία από αυτή.
Ο δύσκολος ενεργειακός χειμώνας που έχουμε μπροστά μας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με πολιτικές επιλογές, που αφήνουν επί της ουσίας απροστάτευτη την κοινωνία και έρμαια των ανατιμήσεων τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με πακτωλό επιδοτήσεων που πηγαίνει κατευθείαν στις τσέπες των καρτέλ της ενέργειας, με σπατάλη δημοσίου χρήματος που συντηρεί την αισχροκέρδεια.
Αυτό που χρειάζεται είναι να εξασφαλιστεί η πρόσβαση σε φθηνή ενέργεια και η προστασία των καταναλωτών από τις αποκοπές. Οι Ενεργειακές Κοινότητες και η αυτοπαραγωγή μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά στην αντιμετώπιση του ενεργειακού αδιεξόδου. Αποδεδειγμένα, όμως, δεν αποτελούν προτεραιότητα για τη σημερινή κυβέρνηση.