Δίκη και Τιμωρία
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”48032″ img_size=”full”][vc_column_text]
*Του βουλευτή και πρώην υπουργού Κώστα Τζαβάρα
[/vc_column_text][vc_column_text]Όσοι υποστηρίζουν ότι με την άκριτη και οριζόντια αυστηροποίηση των ποινών θα αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η οργανωμένη ή ανοργάνωτη εγκληματικότητα που ταλανίζει τη χώρα, μάλλον πρέπει να διαπνέονται από μια μορφή «ενάρετης αφέλειας». Πρωτίστως διότι παραγνωρίζουν το βαρύ φιλοσοφικό, ιστορικό, επιστημονικό και πολιτισμικό νόημα που έχει προσλάβει ανά τους αιώνες η αρχετυπική σχέση Δίκης και Τιμωρίας, που αποτελεί τη βάση κάθε σχετικού προβληματισμού.
Από φιλοσοφική άποψη η σχέση αυτή αναφέρεται κυρίως στην κοσμική τάξη και για πρώτη φορά εκφράστηκε με τα λόγια του Αναξήμανδρου: «δίδοναι γαρ αυτά δίκην και τίσιν αλλήλοις της αδικίας κατά τήν τοῦ χρόνου τάξι» (γιατί λογοδοτούν [τα όντα] και επανορθώνουν το ένα απέναντι στο άλλο για την αδικία που διέπραξαν, σύμφωνα με την τάξη του χρόνου).
Αυτή η φράση αποδίδει, όπως έχει παρατηρήσει ο Heidegger «την τραγική φύση της Δίκης, εντός της οποίας το Κακό ως αδικία είναι η αποσυναρμογή του Είναι, η αταξία» (Παπαχαραλάμπους Χ., Στα μονοπάτια της σιγής, 192).
Αλλά και όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης υποστηρίζει στη δική του ερμηνεία, οι άνθρωποι αποδίδουν μεταξύ τους δικαιοσύνη και τιμωρία για την αδικία ή για την ύβριν τους, δηλαδή, για την τάση τους να υπερβούν τη μοίραν τους, να πορεύονται υπέρ μοίραν, πέραν αυτού που τους έχει μοιραστεί, δηλαδή πέραν του Νόμου (νόμος – νέμω – μοιράζω).
Με την έννοια αυτή η διασάλευση της τάξης που προκαλείται από την παραβίαση των Νόμων υπήρξε προαιώνιο πρόβλημα της πολιτικής και κοινωνικής συμβίωσης των ανθρώπων. Από ιστορική δε άποψη, το πρόβλημα αυτό επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί για πρώτη φορά στην αρχαία Αθήνα το 624 π.Χ., επί τυράννου Δράκοντος, μέσω της σκληρότητας των προβλεπόμενων από το Νόμο ποινών (θανατική ποινή και εξορία για πλείστα όσα αδικήματα). Οι «δρακόντειοι» όμως νόμοι, που κατά τη ρήση του Πλουτάρχου, ήσαν γραμμένοι με αίμα και όχι με μελάνι, έμειναν στην ιστορία αλησμόνητοι μόνο για το μέγεθος της κοινωνικής δυστυχίας που προκάλεσε η εφαρμογή τους.
Αναγκάστηκε, εν συνεχεία, ο Δήμος των Αθηναίων, να παραχωρήσει στον Σόλωνα (594/593 π.Χ.) τις έκτακτες εξουσίες του διαλλακτού, δηλαδή του μεσολαβητή και του νομοθέτη, προκειμένου η πόλη να περάσει από την δυσνομία στην ευνομία μέσω της θέσπισης ηπιότερων ποινών για τα περισσότερα αδικήματα.(«Ως κακά πλείστα πόλει δισνομίη παρέχει / Ευνομίη δ’ εύκοσμα και άρτια πάντ’ αποφαίνει», Σόλων, Ευνομία).
Αργότερα, οι εξοντωτικές και αυθαίρετες ποινές, τα βασανιστήρια και οι σκληρές ανακριτικές μέθοδοι που επικράτησαν στη ποινική δικαιοσύνη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, όχι μόνο δεν έλυσαν το πρόβλημα, αλλά επέβαλαν την ανάγκη για μια ριζικά διαφορετική αντιμετώπισή του. Πρώτος ο Montesquieu, στην πραγματεία του «Το Πνεύμα των Νόμων», διακήρυξε ότι «όταν οι ποινικοί νόμοι ορίζουν την κάθε ποινή αντλώντας την από την ιδιαίτερη φύση του εγκλήματος, αυτό αποτελεί θρίαμβο της ελευθερίας. Παύει η αυθαιρεσία· η ποινή δεν απορρέει από την ιδιοτροπία του νομοθέτη, αλλά από τη φύση του πράγματος». Με βάση τις απόψεις αυτές ωρίμασε κατά τον 18ο αιώνα η επιστημονική και ορθολογική προσέγγιση του εγκληματικού φαινομένου.
Το 1764, ο Cesare Beccaria, πρωτοπόρος και θεμελιωτής της σύγχρονης αντεγκληματικής θεωρίας, στο μνημειώδες έργο του «Περί Εγκλημάτων και Ποινών» έθεσε τις βασικές αρχές κάθε νεωτερικού ποινικού συστήματος, εμπνεόμενος από το πνεύμα του Διαφωτισμού (Rousseau, Helvétius, Montesquieu κ.ά).
Ο θέσεις του, που εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα, συνοψίζονται σε τρεις βασικές αρχές: α) η ποινή πρέπει να είναι κατά το δυνατόν ανάλογη με τη φύση του εγκλήματος, β) η ποινή οδηγεί σε μείωση της εγκληματικότητας όχι όταν είναι σκληρή, αλλά όταν είναι βέβαιη και αναπόφευκτη, και γ) πρέπει να διασφαλίζεται η αμεσότητα των ποινών και η χρονική εγγύτητα μεταξύ του εγκλήματος και της τιμωρίας («γιατί όσο μικρότερο είναι το χρονικό διάστημα ανάμεσα στην ποινή και το έγκλημα, τόσο εντονότερα και διαρκέστερα συνδέονται στην ανθρώπινη ψυχή οι δύο αυτές ιδέες, το έγκλημα και η τιμωρία, έτσι ώστε ασυναίσθητα το ένα να θεωρείται η αιτία και το άλλο η αναγκαία και αναπόδραστη συνέπεια»).
Η εφαρμογή των αρχών αυτών σήμερα σε όλες τις χώρες της Ευρώπης έχει διαμορφώσει ποινικά συστήματα περισσότερο μετριοπαθή, φιλελεύθερα, ορθολογικά και ανθρωπιστικά. Δεν έχει όμως συμβεί το ίδιο και στην χώρα μας, παρ’ όλο που ο Αδαμάντιος Κοραής ήδη από το 1823 είχε διαβλέψει την αξία και τη σπουδαιότητα των ιδεών του Beccaria και επιχείρησε μέσω αυτών να «φωτίσει» τους αγωνιζόμενους Έλληνες, ώστε το νέο Ελληνικό Κράτος να αποκτήσει εγκαίρως ένα φιλελεύθερο ποινικό σύστημα. Μετέφρασε και εξέδωσε ο ίδιος το έργο «Περί Εγκλημάτων και Ποινών», υπογραμμίζοντας μάλιστα ότι σκοπός της ποινής είναι και «του καταδικαζομένου η διόρθωσις». Δυστυχώς η προσπάθειά του απέβη επί ματαίω. Η μετάβαση του νέου Ελληνικού Κράτους σε ένα σύστημα σύγχρονης ποινικής δικαιοσύνης υπήρξε αργόσυρτη, δύσκολη και μέχρι σήμερα αποτελεί ακόμη ανεκπλήρωτο στόχο.
Η έλλειψη αναλογικότητας μεταξύ εγκλημάτων και ποινών, η μεγάλη απόσταση μεταξύ επιβαλλόμενης και εκτιόμενης ποινής, η συνεχής αυστηροποίηση των ποινών για λόγους πολιτικού εντυπωσιασμού τις περισσότερες φορές, η «εν θερμώ» νομοθέτηση, οι μαζικές αποφυλακίσεις λόγω αποσυμφόρησης των φυλακών, αποτελούν ορισμένες από τις κοινά διαπιστωμένες παθογένειες του ποινικού μας συστήματος, που δυστυχώς μέχρι σήμερα, ακόμα και μετά την εισαγωγή των νέων ποινικών κωδίκων, δεν έχουν πλήρως θεραπευτεί. Υπό τα δεδομένα αυτά η ορθότητα μιας αντεγκληματικής πολιτικής δεν εξαρτάται από το ύψος των ποινών αλλά από την υποχρέωση της Πολιτείας να απέχει από αυθαίρετες επεμβάσεις που αλλοιώνουν την τελεολογική σχέση μεταξύ Δικαιοσύνης και Τιμωρίας.
*Αναδημοσίευση από την «Εφημερίδα των Συντακτών»[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]