Δικαίωμα στην κατοικία: Όνειρο απατηλό για τον Νεοέλληνα
Tο πρώτο άκουσμα των κυβερνητικών εξαγγελιών για την αναθέρμανση της οικοδομικής δραστηριότητας και της αγοράς ακινήτων προκάλεσε ένα ευχάριστο ξάφνιασμα, τουλάχιστον στους βασικούς συντελεστές της αγοράς, η οποία για ποικίλους λόγους άνθησε τις προηγούμενες δεκαετίας, αλλά κυριολεκτικά εκμηδενίστηκε στη διάρκεια της κρίσης.
Το αρχικό ευχάριστο ξάφνιασμα αφορούσε οπωσδήποτε τους κατασκευαστές, σίγουρα τους διαχειριστές ακίνητης περιουσίας, σε μεγάλο βαθμό τους ιδιοκτήτες νεόδμητων και απούλητων κατοικιών, σε μικρότερο τις τράπεζες που δεν ξέρουν τι να κάνουν το τεράστιο απόθεμα ενυπόθηκων ακινήτων που αντιστοιχούν σε «κόκκινα» δάνεια, αλλά ελάχιστα τα εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά, ιδιαίτερα τους νέους ανθρώπους, που δεν συγκαταλέγονται στο «προνομιούχο» 70% ποσοστό ιδιοκατοίκησης –από το πανευρωπαϊκό ρεκόρ 84% πριν από μια δεκαετία–, δεν έχουν πρόσβαση σε προσιτή και ποιοτική κατοικία.
Η φιλοδοξία της κυβέρνησης είναι τα μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης της οικοδομής –σε συνδυασμό με άλλες παρεμβάσεις όπως η επέκταση της «χρυσής βίζας» ή τα φορολογικά κίνητρα σε εύπορους αλλοδαπούς να μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα– να αποφέρουν άμεσα μεγέθυνση μισής ή και μιας ποσοστιαίας στο ΑΕΠ, ιδεωδώς στα επίπεδα της εκρηκτικής αύξησης των δυο προηγούμενων δεκαετιών.
Τίποτα δεν αποδεικνύει ότι αυτή η φιλοδοξία είναι ρεαλιστική. Αντίθετα, όπως επισημαίνουν στην «Εφ.Συν.», στο πλαίσιο αυτής της έρευνας, καλοί γνώστες του θέματος, υπάρχει ο κίνδυνος μιας νέας κατάρρευσης έπειτα από μια βραχυχρόνια ανάκαμψη, με χαρακτηριστικά φούσκας, όσο διαρκούν τα μέτρα.
Ωστόσο, το κυριότερο ερώτημα είναι ποια θα είναι η κοινωνική επίδραση μιας –φορολογικής και όχι μόνο– επιχείρησης νεκρανάστασης της οικοδομής και ανασύστασης του μεταπολεμικού «έπους» της αντιπαροχής, έπειτα από μια δεκαετία συντριβής του εισοδήματος των φτωχών και μεσαίων στρωμάτων.
Τα φορολογικά μέτρα, σε συνδυασμό με ανεξέλεγκτες μέχρι στιγμής τάσεις της αγοράς όπως η ταχεία επέκταση της βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε αύξηση τιμών αγοράς και ενοικίων και τελικά σε έναν οικιστικό διωγμό των φτωχότερων νοικοκυριών, σε έναν αποκλεισμό χιλιάδων, κυρίως νέων, από το στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα στην κατοικία.
Από το έπος της αντιπαροχής στο σκάσιμο της φούσκας
Η νεότερη ιστορία της Ελλάδας, από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τις μέρες μας, είναι κατά κάποιο τρόπο και οικιστική της ιστορία. ΄Η, ακριβέστερα, η ιστορία της οικιστικής μας παρακμής, θλιβερά αποτυπωμένης στις όψεις των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων Αθήνας και Θεσσαλονίκης, αλλά και σχεδόν όλων των πόλεων της χώρας που αντάλλαξαν την ιδιαίτερα αρχιτεκτονική και πολεοδομική τους ταυτότητα με οικιστικά κακέκτυπα της Αθήνας. Η συγκρότηση του ελληνικού κράτους είναι συνδεδεμένη με την ευρεία άσκηση δημόσιας στεγαστικής πολιτικής για την αποκατάσταση 1,5 εκατ. προσφύγων από το 1924 και για μια περίπου δεκαετία, και με μια πολύ περιορισμένη πολιτική εργατικής κατοικίας διά του ΟΕΚ, που ενταφιάστηκε οριστικά με τη μνημονιακή κατάργησή του το 2012.
Πέραν αυτών, η παραγωγή κατοικίας, ιδιαίτερα μεταπολεμικά, βασίστηκε στην αυθαίρετη δόμηση και την περίφημη αντιπαροχή. Οι παραγκουπόλεις του Περάματος ή του Ασυρμάτου, που διασώζονται πια μόνο στις παλιές ελληνικές ταινίες, όπως η «Συνοικία το Ονειρο» του Αλεξανδράκη, είναι χαρακτηριστικά δείγματα του μοντέλου της αυθαίρετης δόμησης, που εκ των υστέρων, με τις αναπόφευκτες νομιμοποιήσεις, ουσιαστικά συγχωνεύτηκε με το κυρίαρχο μοντέλο αντιπαροχής.
Το τέλος του πολέμου και του Εμφυλίου βρήκε τη χώρα με πάνω από 400.000 κτίρια κατεστραμμένα, το 40% του πληθυσμού άστεγο και τουλάχιστον 700.000 άτομα «εκτοπισμένα» για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους στα αστικά κέντρα, κυρίως στην Αθήνα. Το μοντέλο της αντιπαροχής, όχι πλέον για αυτοστέγαση μιας-δύο οικογενειών, αλλά για ανέγερση πολυώροφων αστικών πολυκατοικιών, αποτέλεσε τη λύση του στεγαστικού προβλήματος, αλλά και πόλο συσσώρευσης τεράστιων κεφαλαίων στον κατασκευαστικό κλάδο και στην κερδοσκοπία από τις υπεραξίες της γης. Στην Αθήνα μέχρι τη δεκαετία του 1980 «σηκώθηκαν» 35.000 πολυκατοικίες, άνω των 5 ορόφων.
Αλλά η έκρηξη συντελέστηκε όταν η αντιπαροχή συναντήθηκε με το χρηματοπιστωτικό bigbang και την εκτίναξη του τραπεζικού δανεισμού, δειλά στη δεκαετία του 1990, εκθετικά την πρώτη δεκαετία του ευρώ. Μέχρι τις παραμονές της κρίσης, οι δίδυμες «φούσκες», η στεγαστική και η τραπεζική, ήταν οι πιο εκτεθειμένες στην κατάρρευση, που ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία υλοποιήθηκε με τον πιο τραγικό τρόπο. Μερικοί αριθμοί είναι χαρακτηριστικοί:
– Από τα 25 δισ. ευρώ που επενδύθηκαν το 2007 σε κατοικίες, το 2018 επενδύθηκαν μόλις 1,2 δισ. Οι οικοδομικές άδειες έπεσαν από 79.000 στις 13.000.
– Οι τιμές των διαμερισμάτων έπεσαν 40% από το 2007, αν και από το 2018 καταγράφεται ταχεία αύξησή τους.
– Το 6,5% συμμετοχής του κατασκευαστικού τομέα στο ΑΕΠ του 2005, πέρσι περιορίστηκε στο 2%.
– Την τελευταία δεκαετία η προστιθέμενη αξία του κατασκευαστικού τομέα συρρικνώθηκε κατά 64%, ενώ αυξήθηκε κατά 20% αυτή του τομέα Διαχείρισης Ακίνητης Περιουσίας, ισχυρή ένδειξη του τεράστιας ακίνητης περιουσίας που άλλαξε χέρια.
– Από τις 112.952 κατασκευαστικές επιχειρήσεις του 2009, πέρσι είχαν απομείνει 74.000, και από τους 563.000 απασχολούμενους του τομέα πέρσι έμεναν ενεργοί 337.000. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2013 η απασχόληση στον κλάδο έπεσε στο ναδίρ, με μείωση 48% ενώ η συμμετοχή των νέων μέχρι 24 ετών έφτανε μόλις στο 2,5%, έναντι 4πλασιου ευρωπαϊκού μέσου όρου.
– Τα στεγαστικά δάνεια έφτασαν τα 12 δισ. το 2005. Πέρσι δόθηκαν μόλις μόλις 523 εκατ.
Τα στοιχεία περιγράφουν τη μετατροπή της αγοράς κατοικίας σε οικονομικό ερειπιώνα. Η αντίστροφη πορεία έχει προφανώς αρχίσει, αλλά με τρόπο που αφορά τους ελάχιστους και αποκλείει τους πολλούς.