Διεθνής Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος
Ήταν 27 Ιανουαρίου του 1945 όταν τα προελαύνοντα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Άουσβιτς – Μπίρκεναου στην Πολωνία. Από το 2005 η 27η Ιανουαρίου καθιερώθηκε ως Διεθνής Ημέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος από το ναζιστικό καθεστώς κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μία από της πιο μαύρες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας – αυτή της Τελικής Λύσης – μέσα από τις συγκλονιστικές μαρτυρίες δύο Ελλήνων Εβραίων που κατάφεραν να βγουν ζωντανοί μέσα από την κόλαση του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς.
Η Τελική Λύση
Μποϊκοτάζ στις εβραϊκές επιχειρήσεις, αποκλεισμός των εβραίων από δημόσια αξιώματα και υποχρέωση να φορούν όταν κυκλοφορούν το άστρο του Δαβίδ. Τα μέτρα αυτά δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα για το ναζιστικό καθεστώς το οποίο προχώρησε ένα βήμα παραπάνω καταλήγοντας στη σκέψη να καταλάβει τη Μαδαγασκάρη και να την μετατρέψει σε «αποθήκη Εβραίων».
Η λύση εγκαταλείφθηκε επειδή το Γ’ Ράιχ δεν είχε ικανοποιητική ναυτική δύναμη. Αποφασίστηκε, τελικά, η «μετανάστευση» των Εβραίων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και γκέτο. Παρά την πείνα και την εργασία στα κάτεργα ούτε αυτή η λύση απέδιδε το αποτέλεσμα που επιζητούσε το Ναζιστικό καθεστώς που ήθελε την άμεση λύση, δηλαδή την άμεση εξόντωση των Εβραίων.
Στις 20 Ιανουαρίου του 1942 συγκλήθηκε στο προάστιο του Βερολίνου, Wannsee, μια διάσκεψη, στην οποία ο Ράινχαρντ Χάιντριχ, αρχηγός των υπηρεσιών ασφαλείας του Τρίτου Ράιχ, ενημέρωσε τους αξιωματούχους του καθεστώτος για την «Τελική Λύση» που είχε αποφασιστεί για το «εβραϊκό πρόβλημα».
Στοιβαγμένοι σαν ζώα σε βαγόνια εμπορικών αμαξοστοιχιών, όρθιοι, με μία κούπα νερό την ημέρα και ένα βαρέλι για τις φυσικές τους ανάγκες οι Εβραίοι της Ευρώπης ανάμεσα στους οποίους και οι Έλληνες ξεκίνησαν για ένα ταξίδι με τελικό προορισμό… το θάνατο. Από τους 65.000 Έλληνες εβραίους επέζησαν μόλις οι 1.000.
Ανάμεσα τους ο Ισαάκ Μιζάν από την Άρτα και ο Χάινς Κούνιο από τη Θεσσαλονίκη οι οποίοι μίλησαν στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα το 2013, για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ του: «Νεοναζί: Το Ολοκαύτωμα της Μνήμης».
Ένα τατουάζ από την κόλαση
Μόλις 16 χρονών ο Ισαάκ Μιζάν είδε τους Γερμανούς να εισβάλουν στην Άρτα, συλλαμβάνοντας αυτόν και την οικογένειά του καθώς και όσους Εβραίους κατοικούσαν στην περιοχή. Τους συγκέντρωσαν στην κεντρική πλατεία της πόλης και σε έναν κινηματογράφο, και από εκεί τους στοίβαξαν σε ένα τρένο με ενδιάμεσους σταθμούς το Αγρίνιο και το Ρουφ, πριν τον τελικό προορισμό που ήταν το κολαστήριο του Άουσβιτς. Στο προαύλιου του πολωνικού στρατοπέδου συγκέντρωσης γινόταν η πρώτη διαλογή. Εκεί απέκτησε το πρώτο και μοναδικό του «τατουάζ». Τον αριθμό 182641 που μέχρι σήμερα τον ακολουθεί χαραγμένος στο χέρι του.
«Μας κατεβάσανε απ’ τα βαγόνια και έπεφτε καμιά βουρδουλιά. Μας χώρισαν σε άνδρες και γυναίκες και μας εξέταζε ένας γιατρός των Ες-Ες. Όσους ήτανε για τα κρεματόρια τους φορτώναν σε φορτηγά. Γυναίκες με παιδιά πήγαιναν κατευθείαν στους φούρνους. Το τραγικότερο όλων ήταν τα μικρά κοριτσόπουλα που νόμιζαν ότι πηγαίνοντας με το φορτηγών θα τύχουν καλύτερης μεταχείρισης και παίρναν παιδάκια στην αγκαλιά τους. Ήταν το λάθος το μεγάλο για τα κορίτσια αυτά. Όπως και για τους άντρες, οι οποίοι άλλοι έκαναν τους κουτσούς, άλλοι έκαναν τους στραβούς και γι’ αυτούς υπήρχε ίδια η μοίρα τους που τους ξεχωρίσαν τους ‘βαλαν στα φορτηγά και τους πήγαν κατευθείαν για τα κρεματόρια», διηγείται ο Ισαάκ Μιζάν.
Ο κ. Χάινς Κούνιο, 15 χρονών το 1943, μεταφέρθηκε μαζί με την οικογένεια του στο Άουσβιτς με την πρώτη αποστολή Εβραίων προς το στρατόπεδο της φρίκης. Τους συγκέντρωσαν στο προαύλιο και ρώτησαν αν μιλάει κάποιος γερμανικά. Ήταν οι μόνοι που τα μιλούσαν επειδή η μητέρα του καταγόταν από τη γερμανόφωνη Σουδητία της Τσεχοσλοβακίας κι έτσι ανέλαβαν το ρόλο των διερμηνέων, που όπως αργότερα κατάλαβε τους χάρισε και την επιβίωση τους.
Ο καπνός ανέβαζε τις ψυχές στον ουρανό
«Τα κρεματόρια του Auschwitz βρίσκονταν όλα στο παραπλήσιο στο γειτονικό στρατόπεδο του Birkenau. Εκεί ήταν η μεγάλη παραγωγή του θανάτου», λέει ο Χάινς Κούνιο. «Τα κρεματόρια ήταν πολλά. Ήταν πέντε μεγάλα εργοστάσια, πέντε μεγάλες καμινάδες, που ξερνούσαν αλύπητα καπνό μαύρο την ημέρα και τη νύχτα φώτιζαν κατακκόκινο όλο το χώρο. Γιατί; Φωτίζονταν από μία φλόγα, μισό μέτρο πάνω από την καμινάδα και μετά ξεκινούσε ο μαύρος καπνός, ο οποίος πήγαινε με τις ψυχές των ανθρώπων στον ουρανό», θα διηγηθεί περιγραφικά ο κ. Κούνιο.
«Οι αιχμάλωτοι δε γνώριζαν για τα κρεματόρια και μύριζαν την τσίκνα και έλεγαν ότι οι Γερμανοί τρώνε καλά», θυμάται ο κ. Μιζάν. Στη συνέχεια κατάφερε να έρθει σε επαφή με τα ξαδέλφια του που ήταν στους Zonder Commando, την ομάδα κατάδικων στους οποίους οι ναζί είχαν επιβάλλει το δυσβάσταχτο καθήκον της καύσης των νεκρών. Ήταν τότε που έμαθε τι ακριβώς γινόταν με όσους δεν είχαν υποχρεωθεί σε καταναγκαστικά έργα όπως εκείνος. Τα όσα του εκμυστηρεύονταν υπό άκρα μυστικότητα και το φόβο μη τους αντιληφθούν οι δεσμοφύλακες ανατριχιαστικά.
Το δύσκολο έργο τους ξεκίναγε εφόσον οι μέλλοντες νεκροί οδηγούνταν στους θαλάμους των μοιραίων «μπάνιων» που από τις ντουζιέρες τους αντί για νερό απελευθερώνονταν το δηλητηριώδες αέριο Zyklon B. «Μου έλεγαν τα παιδιά ότι ανοίγοντας την πόρτα ήταν τόσοι πολλοί ανεβασμένοι σε αυτοί, που όταν την άνοιγαν έπεφταν μαζί 30, 40, 50 άτομα. Οι τοίχοι και οι πόρτες ήταν ματωμένες από τα χέρια που προσπαθούσαν να βρουν έξοδο να αναπνεύσουν. Εκτός των άλλων το πιο συγκλονιστικό ήταν ότι συνήθως στην κορυφή των στοιβαγμένων πτωμάτων ήταν μωρά παιδιά που τα πετάγανε οι μανάδες επάνω μήπως μπορέσουν να αναπνεύσουν, αλλά υπήρχαν και νέοι άνθρωποι, οι οποίοι ποδοπατούσαν τους πιο μεγάλους για να ανέβουν πιο ψηλά. Μετά από 10 λεπτά δεν υπήρχε κανείς», διηγείται ο Ισαάκ Μιζάν.
Η ελπίδα ποτέ δεν πεθαίνει, ούτε στο Άουσβιτς
Η ψυχολογία των ανθρώπων που επιβίωσαν από την κόλαση του Άουσβιτς ήταν και αυτή που τους έδωσε τη δύναμη να βγουν ζωντανοί αν και όλα έδειχναν ότι ο θάνατος ήταν ένα αδιέξοδο μονοπάτι.
«Είχα μεγάλη πίστη στο θεό. Κάθε βράδυ τον παρακαλούσα. Από κει και πέρα τίποτε άλλο. Ήλπιζα. Όχι πίστευα, ήλπιζα», λέει ο Ισαάκ Μιζάν. «Στα αλήθεια δεν μας ενδιέφερε η ζωή και δεν προσπαθούσαμε. Όταν γινόταν η καθιερωμένη διαλογή το βράδυ ήταν σαν να μην αφορούσε εμένα, να αφορούσε κάποιον τρίτο. Διότι ήξερα ότι αν δε θα είμαι σε αυτή τη σειρά που θα καταλήξει στα κρεματόρια, θα είμαι στην επόμενη». Όπως λέει ο κ. Μιζάν ήταν καθαρά θέμα τύχης που βγήκε ζωντανός μέσα από αυτό το κολαστήριο.
Το Ολοκαύτωμα
Υπολογίζεται ότι μόνο στα στρατόπεδα εξολόθρευσης θανατώθηκαν, με τουφεκισμό, καταναγκαστική εργασία, απαγχονισμό και δηλητηριώδη αέρια περίπου τρία εκατομμύρια Εβραίων.
Το σύνολο των Εβραίων που θανατώθηκαν από την άνοδο του Ναζιστικού Κόμματος στην εξουσία μέχρι την κατάρρευσή του ανέρχεται σε έξι περίπου εκατομμύρια.