Να τονιστεί ότι η φύτευση 961,1 στρεμμάτων προφανώς αφορά κτηθείσες Άδειες Φύτευσης της προηγούμενης τριετίας και δε σχετίζεται με ληφθείσες Άδειες Φύτευσης μόνο από το προηγούμενο έτος, γεγονός που σημαίνει ότι στην εν λόγω Περιφέρεια οι δικαιούχοι προβαίνουν στις εγκριθείσες φυτεύσεις, χωρίς μεγάλες απώλειες, όσον αφορά στη διαφορά εγκρίσεων και πραγματικών φυτεύσεων.
Δεύτερη κατατάσσεται η Περιφέρεια Πελοποννήσου, η οποία όμως είναι η πρώτη από άποψη συνολικών εκτάσεων, με 887,4 στρέμματα και ποσοστό αύξησης της συνολικής της επιφάνειας με οινάμπελα 0,88%.
Τρίτη με σημαντική δυναμική (συνδυασμός υφιστάμενης έκτασης, νέων φυτεύσεων και ποσοστού αύξησης που είναι το δεύτερο υψηλότερο) κατατάσσεται η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας με 583,2 στρέμματα και ποσοστό αύξησης 2,2%.
Με θετικό πρόσημο εμφανίζονται, επίσης, οι Περιφέρειες Δυτικής Ελλάδας (420,2 στρέμματα), Κεντρικής Μακεδονίας (383,2 στρέμματα), Αττικής (209,3 στρέμματα), Ηπείρου (140,6 στρέμματα), Αν. Μακεδονίας-Θράκης (67,8 στρέμματα) και, τέλος, του Ν. Αιγαίου (18,2 στρέμματα).
Αντίθετα αρνητική πρωτιά στη μείωση εκτάσεων κατέχει η Περιφέρεια Κρήτης, στην οποία παρατηρείται παρά τη χορήγηση Αδειών Φύτευσης, υποχώρηση των φυτεμένων εκτάσεων το 2019/2020 κατά 226,7 στρέμματα.
Μείωση, επίσης, παρατηρείται στις Περιφέρειες Β. Αιγαίου (42,1 στρέμματα), Ιονίων Νήσων (38,86 στρέμματα) και Κεντρικής (Στερεάς) Ελλάδας και Εύβοιας (27 στρέμματα).
Να διευκρινιστεί ότι οι απογραφές εκτάσεων βασίζονται στις μεταβολές του Αμπελουργικού Μητρώου, οι οποίες με τη σειρά τους αντικατοπτρίζουν τις δηλώσεις των αμπελουργών είτε αφορούν νέες φυτεύσεις, είτε δηλώσεις αποχαρακτηρισμού (κυρίως λόγω εγκατάλειψης) των εκτάσεων.
Ερώτημα παραμένει πόσες εκτάσεις ενώ είναι εγκαταλελειμμένες, δεν εμφανίζονται ως τέτοιες στο Αμπελουργικό Μητρώο. Μια προσέγγιση της τάξης μεγέθους των εγκαταλελειμμένων εκτάσεων μπορεί να προκύπτει από τη σύγκριση των υποβαλλόμενων Δηλώσεων Συγκομιδής (περίπου για 350.000 στρέμματα) σε σχέση με τις συνολικές εκτάσεις (627.000 στρέμματα). Εκτιμήσεις υπολογίζουν τις εγκαταλελειμμένες εκτάσεις μεταξύ 130.000 στρεμμάτων και 180.000 στρεμμάτων, γεγονός που αποτελεί πρόκληση όσον αφορά στη δυνατή αξιοποίησή τους.