Δ. Καλαματιανός: «Ναι στην αμυντική θωράκιση, αλλά να εξυπηρετούνται και οι κοινωνικές ανάγκες»
Σημεία από τη συνέντευξη του Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου και Τομεάρχη Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Διονύση Καλαματιανού, στην εκπομπή “NEWSROOM” στο ΕΡΤNEWS
Για την αγορά των F-35, ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ανέφερε τα εξής:
«Είμαστε υπέρ της αμυντικής θωράκισης της Χώρας. Σε ό, τι αφορά τη νέα συμφωνία, επισημαίνουμε ότι θα πρέπει να ανταποκρίνεται και να ικανοποιεί υπαρκτές επιχειρησιακές ανάγκες, πάντοτε υπό την εισήγηση των Γενικών Επιτελείων των Ενόπλων Δυνάμεων. Παράλληλα, θα πρέπει να υπάρχει σύνδεση με την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, γιατί δυστυχώς, στο παρελθόν είδαμε την κυβέρνηση να προχωράει σε εξοπλισμούς ύψους 15 δισ. ευρώ, δίχως να ωφελείται η ελληνική αμυντική βιομηχανία ούτε ένα ευρώ από αυτό το τεράστιο ποσό. Εμείς, ως κυβέρνηση, είχαμε κάνει συγκεκριμένες κινήσεις και για τα F-35, αποδεικνύοντας πως επιδιώκαμε -και επιδιώκουμε- την ενίσχυση της άμυνας της Χώρας, προσπαθώντας να τη συνδέσουμε με τις ανάγκες της αμυντικής βιομηχανίας μας, ώστε να δημιουργηθούν και θέσεις εργασίας.
Όμως, με αφορμή τον νέο εξοπλισμό, προκύπτουν και κάποια ερωτήματα: Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του μας διαβεβαίωναν ότι η άμυνα της Χώρας είναι θωρακισμένη με την αγορά των Rafale. Τώρα, τι άλλαξε και προχωράμε σε μια νέα αγορά; Υπάρχουν οι σχετικές εισηγήσεις των Γενικών Επιτελείων; Θα πρέπει, επίσης, να μάθουμε τι περιλαμβάνει αυτή η νέα αμυντική συμφωνία σε σχέση με την Τουρκία, καθώς όλο το προηγούμενο διάστημα η κυβέρνηση διαβεβαίωνε πως η Τουρκία δεν θα πάρει τα F-16, ή αν θα γίνει αυτό, θα πραγματοποιηθεί υπό συγκεκριμένους όρους.
Όλα αυτά θα πρέπει να εξεταστούν γιατί αφενός το επιπλέον ποσό των 8,2 δισ. ευρώ είναι πολύ μεγάλο, αφετέρου διαπιστώνουμε πως για την κυβέρνηση χρήματα για άλλους κρίσιμους τομείς όπως η δημόσια υγεία και παιδεία, δεν υπάρχουν. Θα πρέπει, λοιπόν, να λαμβάνονται υπόψη και οι κοινωνικές και δημοσιονομικές ανάγκες της Χώρας, αλλά και η διαφάνεια και η λογοδοσία σχετικά με τους εξοπλισμούς. Δεν θέλουμε να ξαναζήσουμε τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος με τα σκάνδαλα του παρελθόντος στους εξοπλισμούς.»
Για τον αναβρασμό που επικρατεί στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, εξαιτίας της πρόθεσης της κυβέρνησης να ιδρύσει ιδιωτικά πανεπιστήμια, ο Διονύσης Καλαματιανός τόνισε:
«Το βασικό ερώτημα είναι, γιατί οι φοιτητές, η εκπαιδευτική και ακαδημαϊκή κοινότητα αντιδρούν και διαμαρτύρονται; Προφανώς το κάνουν, επειδή η κυβέρνηση προκαλεί με την πρόθεσή της να προχωρήσει στην αντισυνταγματική ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στη Χώρα. Εμείς διαρκώς υποστηρίζουμε ότι χρειάζεται διάλογος για το πώς θα μπορέσουμε να ενισχύσουμε το Δημόσιο Πανεπιστήμιο. Αντίθετα, με αυταρχισμό και καταστολή δεν επιλύονται αυτά τα θέματα. Πρέπει, λοιπόν, να συζητήσουμε μαζί με τους φοιτητές και την ακαδημαϊκή κοινότητα, τους τρόπους ενίσχυσης του Δημοσίου Πανεπιστημίου, που δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχει υπονομευτεί από την πολιτική της κυβέρνησης. Βλέπουμε τις ανακοινώσεις των Συγκλήτων στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο αλλά και στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, για το πόσο έχει μειωθεί η χρηματοδότηση στα Δημόσια Πανεπιστήμια και επίσης, πόσο έχει μειωθεί το εκπαιδευτικό προσωπικό.
Επομένως, η σοβαρή συζήτηση πρέπει να είναι για το πώς θα ενισχυθεί και θα γίνει καλύτερο το Δημόσιο Πανεπιστήμιο, που παρά την υποχρηματοδότηση και την έλλειψη στελέχωσης, έχει προσφέρει πάρα πολλά, ευρισκόμενο μάλιστα πολύ ψηλά στις διεθνείς αξιολογήσεις. Ειδικά για την υποχρηματοδότηση, αποκαλυπτικό είναι το γεγονός πως ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ποσό δημόσιας χρηματοδότησης που αναλογεί ανά φοιτητή είναι στα 11.000 ευρώ, ενώ στη Χώρα μας το ποσό αυτό είναι μόλις 2.500 ευρώ. Αντίστοιχα, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος για το εκπαιδευτικό προσωπικό είναι 1 καθηγητής ανά 13 φοιτητές, ενώ στη Χώρα μας είναι 1 καθηγητής ανά 50 φοιτητές.
Χρειάζεται, λοιπόν, διάλογος για το Δημόσιο Πανεπιστήμιο. Βέβαια, η πρωτοβουλία οφείλει να είναι της κυβέρνησης. Δυστυχώς, όμως, αντί να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση, προχωράει σε μια αντισυνταγματική και οπισθοδρομική αντιμεταρρύθμιση, δίχως να υπεισέρχεται σε διαδικασίες διαλόγου.»