FOLLOW US: facebook twitter

Χωρίς δίχτυ προστασίας

Ημερομηνία: 29-03-2023 | Συντάκτης:
Κατηγορίες: Κοινωνία, Νέα

Η εικόνα του παππού και της γιαγιάς που λένε παραμύθια στα παιδιά μπροστά στο τζάκι, σε λίγο θα έχει μουσειακή αξία. Το μαξιλάρι ασφαλείας που λέγεται «οικογένεια», η οποία παραδοσιακά στην Ελλάδα αναλάμβανε να φροντίσει τους ηλικιωμένους, όταν πλέον δεν μπορούσαν να ζήσουν αυτόνομα, θα μπορεί όλο και λιγότερο τα επόμενα χρόνια να επιτελέσει αυτόν τον ρόλο, λόγω των δημογραφικών εξελίξεων. Ταυτόχρονα ο αριθμός των ηλικιωμένων ανθρώπων στη χώρα, σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, θα συνεχίσει να αυξάνεται τα επόμενα χρόνια ως αποτέλεσμα της αύξησης του μέσου όρου ζωής αλλά και της υπογονιμότητας.

Σήμερα οι άνω των 80 στην Ελλάδα είναι 775.704, ενώ το 22,6% του πληθυσμού είναι άνω των 65 ετών. Το κράτος πρόνοιας θα κληθεί να καλύψει τις ανάγκες των ηλικιωμένων δεδομένου ότι η “στενή οικογένεια” για πολλούς δεν θα υπάρχει, ενώ και οι απολαβές των ηλικιωμένων δεν θα μπορούν να καλύψουν ιδιωτικά τις αυξημένες ανάγκες τους Την τελευταία εκατονταετία έχουν συντελεστεί σημαντικότατες αλλαγές στην πορεία των βασικών δημογραφικών συνιστωσών – θνησιμότητα, γονιμότητα και δημιουργία οικογένειας στην Ελλάδα.

Είμαστε πολύ πιο γερασμένοι ως πληθυσμός, ζούμε πολύ περισσότερα χρόνια, παντρευόμαστε λιγότερο και χωρίζουμε περισσότερο, κάνουμε λιγότερα παιδιά.

Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα έχει σημειωθεί μεγάλη αύξηση του μέσου όρου ζωής, η οποία ενώ αρχικά οφειλόταν στη μείωση της βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας, τις τελευταίες δεκαετίες οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση της θνησιμότητας στις μεγάλες ηλικίες. Υπολογίζεται ότι στα μέσα του αιώνα μας ο μέσος όρος ζωής θα αγγίζει τα 90 έτη για τις γυναίκες και θα ξεπερνάει τα 85 έτη για τους άνδρες.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 το ποσοστό γυναικών που στα 50 τους δεν είχαν παντρευτεί ήταν 12%, οι γνωστές δαχτυλοδεικτούμενες γεροντοκόρες. Για τις γυναίκες που γεννήθηκαν το 1980 το ποσοστό αυτό έχει ήδη διπλασιαστεί.

Επίσης, οι γυναίκες που γεννήθηκαν κατά τον μεσοπόλεμο έκαναν από 2,3-2,5 παιδιά, όσες γεννήθηκαν το 1985 –για παράδειγμα– θα γεννήσουν κατά μέσον όρο 1,45 παιδιά και μάλιστα σε αναλογικά μεγάλη ηλικία μετά τη συμπλήρωση των 31 ετών. Επιπλέον, το 25% των γυναικών που γεννήθηκαν μέσα στη δεκαετία του ’80 δεν θα κάνει καθόλου παιδιά.

Οσες όμως γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1980 σε ποσοστό 90% θα ξεπεράσουν τα 65 χρόνια ζωής και κατά μέσον όρο θα ζήσουν άλλα 25 χρόνια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής τους το «στενό οικογενειακό» τους περιβάλλον θα αποτελείται από 2-5 άτομα. Τα παιδιά τους, τα οποία γέννησαν σε μεγαλύτερη ηλικία θα έχουν παράλληλα τη φροντίδα των υπερήλικων γονιών τους αλλά και των ανήλικων παιδιών τους, αδυνατώντας βέβαια να ανταποκριθούν επαρκώς και στους δύο ρόλους.

Η Ελλάδα πιθανότατα στηριζόμενη στο οικογενειακό μοντέλο φροντίδας των ηλικιωμένων, παρά τις δημογραφικές εξελίξεις, παρουσιάζει το μικρότερο ποσοστό εξόδων για μακροχρόνια φροντίδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η πρόνοια του κράτους εξαντλείται στη σύνταξη.

Ειδικότερα, το 2019 το ποσοστό των δημόσιων εξόδων για μακροχρόνια φροντίδα επί του ΑΕΠ βρισκόταν στο 0,2%, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. ήταν στο 1,7%. Το υψηλότερο ποσοστό εξόδων για μακροχρόνια φροντίδα σε σχέση με το ΑΕΠ παρουσιάζει η Νορβηγία, 4% του ΑΕΠ, ακολουθεί η Ολλανδία με 3,7% του ΑΕΠ και η Δανία με ποσοστό 3,5%.

Η χάραξη πολιτικής για τη φροντίδα και την προστασία των ανθρώπων μεγάλης ηλικίας οι οποίοι δεν έχουν υποστηρικτικό πλαίσιο και η αύξηση των δημόσιων εξόδων για τη δημιουργία δημόσιων δομών που θα παρέχουν ευπρεπή μακροχρόνια φροντίδα σε ηλικιωμένους είναι αναγκαίες.

Η οικογενειακή αλληλεγγύη ήταν πάντα έντονη στις χώρες της Μεσογείου, καθώς για διάφορους λόγους, κοινωνικούς και οικονομικούς, δεν διέθεταν επαρκείς δομές για την τρίτη ηλικία. Σε αντίθεση με τις αγγλοσαξονικές χώρες και τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, οι οποίες εδώ και πολλές δεκαετίες έχουν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη κοινωνική πρόνοια για την τρίτη ηλικία.

Η χώρα μας χρειάζεται να κάνει γρήγορα βήματα και σε πολλά πεδία στο θέμα της τρίτης ηλικίας.

Η σταδιακή γήρανση του πληθυσμού, λ.χ., καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη θεσμοθέτησης της ειδικότητας του γηριάτρου στην Ελλάδα. Παραμένουμε η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση όπου η συγκεκριμένη ειδικότητα δεν είναι ένας αναγνωρισμένος κλάδος της Ιατρικής. Παρόλο που αποδεδειγμένα η συμβολή των γεροντολόγων στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των ηλικιωμένων, στη στήριξη των οικογενειών τους αλλά και στην εξοικονόμηση πόρων του ΕΣΥ μπορεί να αποβεί καθοριστική.

Ο γηρίατρος δεν είναι ο γιατρός που θα επισκεφθούμε όταν θα αρρωστήσουμε, είναι ο γιατρός που θα μας παρακολουθεί σταθερά μετά τα 60 ή 65 έτη και θα μας κατευθύνει έτσι ώστε να προλάβουμε πιθανά προβλήματα υγείας που συνδέονται με την ηλικία.

Χάρη στις εξειδικευμένες γνώσεις του, μπορεί να προσεγγίσει ολιστικά κάθε ασθενή. Εξετάζει τη διατροφή του, τη διανοητική, συναισθηματική και κοινωνική του κατάσταση.

Οσο το περίφημο μεσογειακό οικογενειακό μοντέλο υποχωρεί, τόσο θα αυξάνονται οι ανάγκες μιας πολυεπίπεδης στρατηγικής για τη μακροχρόνια φροντίδα των ηλικιωμένων, ειδικά στην Ελλάδα, που όπως όλα δείχνουν γερνάει ταχύτατα.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος

leventis

opap
300x600
olympia

Screenshot