ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΦΥΓΑΝ
Ιερέας ΦΩΤΙΟΣ Π. ΔΕΡΒΟΣ -΄Ενας άνθρωπος του Θεού
«Αι χείρες σου εποίησάν με και έπλασάν με, συνέτισόν με και μαθήσομαι τας εντολάς σου»
Και αυτή η δεητική ταπείνωση, αποτελούσε βίωμα του ευσεβούς ιερέα της Γαστούνης. Και, όταν ο ίδιος αναφερόταν στην προχωρημένην ηλικία του (ήταν 93 ετών) πάντα επαναλάμβανε συνειδητά: «Στον ώμο μου βαραίνουν πολλές αμαρτίες. Και ο Θεός μου παραχωρεί έτη ζωής – μετανοίας». Και , αυτή του την ευσέβεια, την διατηρούσε βαθιά στην καρδιά του, ήδη, από τα παιδικά του τα χρόνια, εκεί στο χωριό που γεννήθηκε , στην Αγία Κυριακή της Ηλείας. Γιός του ιερέα παπα-Πέτρου, έζησε δίπλα στην Αγία Τράπεζα και, εκείνη η επικοινωνία του Αγίου βήματος, αποτυπώθηκε οριστικά σ’ ολόκληρη τη ζωή του και, κατάληξε σχεδόν αυτοματικά, στην ιερατική κλήση : Κι ήταν η κλήση μαγνητικά δυνατή, γεμάτη πνευματική μυστικότητα. Και, τελικά, ο προστάτης του Ιησούς του χάρισε επιτραχήλιο και σταυρό. Ολότελα όμοιο σταυρό με τον δικό Του που, μόνον μάτια πνευματικά γυμνασμένα, μπορούν να διακρίνουν την ομοιότητα.
Κι ήταν το έτος 1961 που δέχτηκε το ύψιστο μυστήριο της Ιερωσύνης στην ηλικία των 38. Νέος, δυναμικός και πνευματικά καλογυμνασμένος, άρχισε να θυμιατίζει. «Αξίωσόν με τον ανάξιον ίνα ποιμάνω τον Λαόν Σου»…. Και γράφτηκε εκείνη η δέηση στην ψυχή του με αίμα, με το άγιο αίμα της θείας Μετάληψης κι η γραφή σβήστηκε μόνον μαζί με τη ζωή του…
΄Ηταν το 1969 όπου, τοποθετήθηκε ως εφημέριος του Ιστορικού Ναού της κοιμήσεως της Θεοτόκου στην συνοικία Καθολική της Γαστούνης. Εκεί, στην άκρη της πόλης, ακριβώς στο συναπάντημα της ζωής των κατοίκων και της γαλήνης του πράσινου κάμπου, είχε πάντοτε ανοιχτή φιλόξενην αγκάλη σε κάθε ψυχή που του εμπιστευόταν βάσανα, ανέχεια, ασθένεια αλλά και άφεση αμαρτιών…
Εκεί βίωσε την απώλεια της αγαπημένης του πρεσβυτέρας, που έσβησε ξαφνικά το 1990 σε ηλικία 59 ετών. Και, με αγωνιστικήν ουρανόσταλτη δύναμη, την καταφίλησε και, δακρυσμένος, ψιθύρισε: «Deo Gratias».
Εκείνη έφυγε. Και, εκείνος, το πήρε απόφαση: Μόνος, μοναχικός, Μοναχός, αγκάλιασε με πάθος την προσευχή που τον ανακούφισε βαλσαμικά. Και ο παπάς, δεν κράτησε το θείο βάλσαμο για τον εαυτό του: Χρόνια και χρόνια το άπλωνε στοργικά πάνω σε επώδυνες, δυσίατες πληγές των ενοριτών του…
Κι όμως: ΄Ηδη, από πολύν καιρό, η σκέψη του πετούσε προς το Νότο, γύρω στη εκβολή του Πηνειού. Σαν σμήνος από αγριόπαπιες, προσγειώθηκε ανάμεσα στις ιτιές και στα τσιποκάλαμα και φώλιασε τον μικρό Ναό της Αγίας Κυριακής… Ένα απέριττο ναϊδριο, όμοιο με εκείνο της Σκιάθου, «Στο Χριστό, στο Κάστρο».
Κι όμως: Λόγω μεγάλης κοσμοσυρροής, η τελευταία λειτουργία του έγινε στον μεγάλο ναό του Αγίου Νικολάου της Γαστούνης, με παρουσία ολοκλήρου του τοπικού κλήρου: Και, εκείνος, βυθισμένος στον αιώνιον ύπνο, ατένιζε ονειρικά τον Ζωοδότη, ψηλά, στο θόλο: «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου…». Απούσα η δεητική του φωνή, μα… « lux eterna luceat eum: και αιώνιο Φως ας τον φωτίζει…». Και, κατά τη θεία Μετάληψη, ο γιός του, επίσης ιερέας, ο παπα-Λάμπης, κοινώνησε τ’ αδέλφια του εις ισόβιον δεσμό, εν ονόματι του πατέρα: Τον Πέτρο, τον ‘Αγγελο, τον Παναγιώτη, την Κυριακή, τον Χρήστο.
Ο παπάς δεν μένει πιά εδώ… Μόλις πριν από λίγο, ανυψώθηκε γι’ άλλους κόσμους, πάνω απ’ των ανέμων τα περάσματα και των αστεριών τους σπινθηρισμούς. Αν θέλετε, ρωτήστε τον Κύριον Ιησού, αριστερά της Ωραίας Πύλης και θα λάβετε σαφή την απάντηση: «Πλησίον μου, δίπλα μου, μέσα στο Φως μου…»
Ιωάννης Κάνδυλας