FOLLOW US: facebook twitter

Ασταθή Στιγμιότυπα: «Τότε που ήταν η λίμνα» του Κώστα Καζάκου

Ημερομηνία: 14-09-2024 | Συντάκτης:

Αντιγράφει η Αστάθεια απόσπασμα από διήγηση του Κώστα Καζάκου
που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «η λέξη»- τεύχος 138
(Μάρτης- Απρίλης 1997)

-Μέρος Α

«Τότε που ήταν η λίμνα.»

[Τι να μιλάς για τα μελλούμενα; Μη σώσει κι έρθουνε. Τι ναν’ τα κάνεις τ’ αγίνωτα; Τι μυρουδιά θα ‘χουνε; Δε ξέρει κανείς. Ο κόσμος όλος είναι κάτι που έγινε. Χρώματα και στρογγυλάδες και ευωδιές, που υπήρξαν. Ζαρωματιές του προσώπου, σχισμάδες και καταράχια της- συνείδησης, γιομάτα πράματα. Όλα μεινεμένα πάνου στο σώμα. Ψαχουλεύεις το κορμί και τα βρίσκεις όλα κει χάμου. Κάθονται και σε περιμένουνε. Κι άμα βρεις τίποτα πεθυμιές, που ξερογυαλίζουν ακόμα, μπορεί και  να σε πιάσουν τα κλάιματα. «Έχ ο έρμος, θα πεις, δεν τα ‘καμα καλά». Τότε δε σε σώνει τίποτα. Κι όσο το τραβήξεις σε μάκρος, κακό δικό σου. Η ζωή ‘ναι μετρημένη. Οργώνεις το πετσί και το γιομίζεις καρπό. Άμα φοβάσαι τον πόνο και το υνί δεν το χώνεις βαθιά, χάθηκες. Γίνεσαι ντενεκές ξεγάνωτος. Τοτ’ ερχουνται κι οι αρρώστιες. Τα παραστρατήματα. Σκουργιάει τ’ αγγειό, πιάνει μικρές τρουπίτσες και μπαίνουνε βελόνες αέρα. Σφυρίζουνε τα μελίγγια σου και δε ξέρεις κατά που να κάνεις. Τότε είναι καλύτερα ναν’ του δίνεις. Γλυτώνεις το ξεφτιλίκι και τις φτυσές. Αλλά ποιος μπορεί; Άμα δεν μπορείς το ‘να δεν μπορείς και τα’ άλλο. Ανημπόρια].

Περαστικός είμαι και θα πω τα πράματα κατά πως μου φανήκανε. Τι ν’ αλλάζεις τώρα τα ονόματα και τα περιστατικά. Οποιανού τ’ αρέσει και οποιανού δεν τα’ αρέσει, καλή του ώρα.

Η Λίμνα ήτανε κει χάμου. Μι’ ασημένια λουρίδα, που λαμποκόπαγε και στραφτάλιζε και σου στράβωνε τα μάτια, όταν την κοίταγες απ’ το Επαρχείο. Κι άμα ήταν απόγιομα κι έγερν’ ο ήλιος κατά το Γιαννιτσοχώρι και τα Λαστέικα, η Λίμνα κοκκίνιζε κι ύστερα μπλάβιζε και λίγο λίγο έμπλεκε με τα βούρλα και με τα’ αθάνατα, έπεφτε στην αγκαλιά του κάμπου και χανόταν από τα μάτια σου. Απόμενε πίσω της τ’ αμμοβούνι που ‘κρυβε το Κατάκωλο, ρόδινο για κάμποση ώρ’ ακόμα. Η νεράιδα κοιμότανε. Μ’ ένα τριανταφυλλένιο στεφάνι στα μαλλιά της.

Από κει που στεκόσουνα, μια ώρα δρόμος σε χώριζ’ απ’ τη Λίμνα. Ανάμεσα ήτανε τα χτήματα και τα περβόλια. Έβλεπες στο μάκρος, καμι’ αχυρένια καλύβα και κα’να χαμόσπιτο πλίθινο. Και κα’να μικρό καμπαναριό από τα γύρω μετόχια. Έπιανε τ’ αφτί σου τα μουγκανητά και τα’ αλυχτίσματα κι άκουγες τα μαγκάνια να τριζοβολάνε κι άμα το ‘θελ’ η ώρα, μπορούσες να ξεχωρίσεις το νερό που χυνόταν από τις χούφτες και ξανάπεφτε στον πάτο του πηγαγιού. Ακόμα και τις πατημασιές ξεχώριζες. Βόιδι τραβά ή γάιδαρος.

Άμα ήξερες, μπορούσες να δεις το σπίτι μας, χάμου στο τούμπι τ’ αγίου Χαράλαμπου. Μες στις λυγιές. Στα πάνου Κανούλια. Φαινόταν η πορτοκαλιά μας που πέταγε παν’ απ’ τα κεραμίδια

 «Τι μου στολίστηκες τέτοιαν ώρα; Βγάλ’ την καλή σου μπλούζα γλήγορα μην την σκίσεις». Αρπαζόταν η Κυρά Γεωργία με το παραμικρό. Έκανα πως πήγαινα τάχαμου τάχαμου στην κρεβατοκάμερα για να βγάλω την μπλούζα μου τη μεταξωτή με τις ρίγες, κατέβαινα κρυφά στον κήπο, σκαρφάλωνα στις χοντρές κλάρες της πορτοκαλιάς, που φεύγανε πάνου απ’ το σπίτι, καθόμουνα στολισμένος στη φωλιά που ‘χα φτιάξει ψηλα ψηλά κι αγνάντευα τα κατατόπια της γειτονιάς.

Έβλεπα την κορφή της τζιτζιφιάς, στο πίσω τσιμέντο της γιαγιάς μου της Κυρά Γιαννιάς και απάνου τη θεόρατη κουκουναριά δίπλα στης Καψάσκαινας. Φαινότανε και το ψηλό σπίτι του Κοκκαλίδη, με το λιακωτό. Τέσσερα πέντε σκαλάκια στο υπόγειο καθόταν η Λούλα κι ο Καλόγερας. Του φοράγαν ένα μαύρο σκουτί σα ράσο, γιατί είχε βγει λίγος λειψός κα τον είχανε ταμένο στον άγιο. Από κάτου από το σπίτι μας, κολλητά στα Κανούλια,  ήσαντε οι μεγάλες μουριές της Κυρά Ουρανίας. Δίπατο σπίτι, κολλητό στη μάντρα της Φυλακής του Δροσόπουλου. Απάνου καθότανε η κόρη της η Κυρά Πηνελόπη τ’ Αναλυτή. Με τη Νία, το Λάμπη και τη  μικρή τη Βούλα. Η Νία ήτανε η όμορφη της γειτονιάς. Τα ξανθά της μπουκλάκια, πέφτανε σαν εκείνες τις μακριές καραμέλες τις ροζ και τις κίτρινες, που βλέπαμε μέσα στα βαζάκια στα ζαχαροπλαστεία της Αγοράς. Μεγάλη υπόθεση να τ’ ακουμπήσεις εκείνα τα μπουκλάκια. Να χώνεις τα δάχτυλά σου μέσα και να τα ξεντώνεις. Τσίριζε όμως η Νία και μου ‘φευγε. Ο Λάμπης είχε το ‘να του μάγουλο μπλάβο, σκοτωμένο. Μια μαύρη φούσκα γιομάτη γρουμπούλια. Όλη του τη ζωή φαρμακώματα. Από τότε. Παραπέρ’ από τα Κανούλια, πίσω από το περιβόλι του Λαμπαούνα, φαινότανε το σπίτι της θειάς μου της Σοφίας. Μέσα στις κερασιές. Με τη μεγάλη την Άννα, που ήτανε όμορφη σα βυσσινιά στον ανθό της, με το πειραχτήρι τη Χιούλα και τον ανάποδο τον Τάκη, που τσακωνόμαστε και παλεύαμε ποιος θα βάλει τον άλλονε κάτου.

Από κει και πέρα έπιανε το Κεραμιδάκι. Η φτωχογειτονιά με τις χαμοκέλες. Έφτανε μέχρι το Δημοτικό και τον άγιο Διονύση. Με κείνη τη γειτονιά, όλο σκοτωνόμαστε. Εμείς είμαστε οι Αγιοχαραλαμπίτες με τ’ όνομα. Η καλύτερη συμμορία στα χρόνια της Κατοχής. Είχαμε τότε παρατήσει τα κλωτσοσκούφια και τα λάστιχα με τις πέτρες και φτιάξαμε αυτόματα ξύλινα που πετάγανε βόλια μυτερά από τα πολυβόλα των Ιταλών και πρόκες, γυρισμένες και λιμαρισμένες καλά. Θερίζαμε γόνατα και καλάμια. Κάθε μέρα είχαμε ανοιγμένα κεφάλια και κούτελα που τρέχαν αίματα. Μια φορά, μια πρόκα χώθηκε σ’ ένα νύχι και το ξεκάρφωσε σύρριζα. Πανηγύρι. Ο Γιαννάκης ο Γεωργαντόπουλος το ξαδερφάκι μου, ο Λάμπης ο Αναλυτής, ο Μάριος ο Τζαβάρας, ο Καλόγερας, ο Μπακλάς, ο Μίμης ο Καραπαναγιώτης, ο Τάκης ο Παπαθανασόπουλος, τα Λαμπαουνόπουλα, παίρναμε στο κυνήγι το Κεραμιδάκι, μέχρι απάνου την Αρχιεπισκοπή. Κανένας δεν τόλμαγε να πατήσει στα Κανούλια.

Τα Πάνου και τα Κάτου Κανούλια. Το μεγάλο σταυροδρόμι. Ένας δρόμος έφευγε για τη Μούτελη και την αγία Μαρίνα. Φαινόταν ο βάλτος μακριά. Ο άλλος ξεκίναγε για τον άγιο Σπυρίδωνα και την Αγγινάρα. Χάμου κει στα Κάτου Κανούλια ήτανε το χτήμα του Καλαμπρέζου. Ο Συκεώνας. Ένα περιβόλι γιομάτο συκιές. Πηγαίναμε με τον πατέρα μου τον Κυρ Τάση, πρωί πρωί, πεντέμισι εξ’ η ώρα και παίρναμε σύκα. Τα κόβαμε μοναχοί μας. Στρώναμε τα καλάθια με συκόφυλλα και τα’ απιθώναμε μαλακά μέχρι απάνου. Φραγκασάνες,, Αυγουστιανά. Με τις σταγόνες της πρωινής δροσιάς.

Από το σπίτι του Πιτσινή του Ζακυνθινού, πεταγότανε μια κολόνα καπνός. Τράβαγε κατά πάνου κι έμεν’ ακούνητος. Κάτι ψιλές φωνούλες, κάτι ονόματα, πεταγόσαντε ψηλά και καρφωνόσαντε στον αέρα. Ε ρε και να ‘βγανα φτερά, ν αμολιόμουν’ από δω πάνου!

Συνεχίζεται…


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος

opap
300x600
olympia

Screenshot