FOLLOW US: facebook twitter

Ασταθή Στιγμιότυπα: «Τότε που ήταν η λίμνα»

Ημερομηνία: 22-09-2024 | Συντάκτης:

Αντιγράφει η Αστάθεια απόσπασμα από διήγηση του Κώστα Καζάκου
που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «η λέξη»- τεύχος 138
(Μάρτης- Απρίλης 1997)

«Τότε που ήταν η λίμνα.»

Β. Μέρος 

  [ Η ζωή μακραίνει άμα τη σκέφτεσαι. Άμα την πιάνεις με τη γλώσσα και την ξερογλύφεις σα να ‘τανε κόκκαλο ξεψαχνισμένο. Άμα φύγει η πείνα και μείνεις ελεύθερος. Τότε κάτι καταλαβαίνεις. Ανάμεσα εκεί στην πηγάδα της γεύσης και το δόκανο της οσμής. Την ανάγκη τι να την κάνεις; Τι τη θέλεις; Την ώρα της ανάγκης βγαίνει στο πετσί σου τρίχα χοντρή, τεντώνονται οι χορδές σου κι ο ήχος τσακίζεται. Μετεωρίζεσαι και πονάς. Ένας σουβλερός, απροσμέτρητος πόνος διαπερνάει την παρουσία σου, μπάντα κι άλλη. Η αγωνία σου, σου στεγνώνει το μυαλό κι η καρδιά σου γίνεται ένα πανικόβλητο μολυντήρι, που σπαρταράει μέσα στην χούφτα σου και δεν έχεις  τη δύναμη ναν’ το σφίξεις ναν’ το σφίξεις, ναν το  λιώσεις ναν το κάνεις ζουμί. Η καμπύλη της ηδονής, είναι όταν διπλώνεσαι και κουρνιάζεις και γλαρώνει το μάτι σου.]

Πολλά πράματα, καλύτερα ναν τα βλέπεις από μακριά. Άμα πας κοντά, μαγάρα και πόνος.

Όχι με τη Λίμνα. Αν ήσουνα τυχερός και γνώριζες κα ‘να περιβολάρη ή κα ‘να χτηματία παραλιμνήσιο, μπορούσες τότε να γνωρίσεις και τη Λίμνα. Εγώ την γνώρισα από κοντά. Εγώ την είδα τη Λίμνα. Ήμουνα τυχερός. Εγώ είχα τον κουμπάρο μου το Νιόνιο το Σιγούρο, που ‘χε σταφίδα και τσιμπίμπω και μποστάνια και συκιές. Χάμου στη Λίμνα. Που ‘χε την κουμπάρα την Σιγούραινα κι ένα σωρό Σιγουρόπουλα. Το Βασίλη, τον Κωστή, το Λάμπη, το Γιώργο, τον Τάση το φιότσο του πατέρα μου, και το Σωτηράκη. Λέγανε πως ένα κοριτσάκι, τους πέθανε στη γέννα ή λίγο μετά. Είχανε μια καλύβα με πλίθες, χάμου στο νερό. Πρόχειρο σπίτι του καλοκαιριού. Ένα μαγερειό κι ένα μεγάλο δωμάτιο. Κι ένα κρεβάτι με στρίποδα. Μαδέρια, ένα στρώμα κι όλα τα Σιγουρόπουλα στη σειρά. Ψηλό κρεβάτι. Σκαρφάλωνες για ν’ ανεβείς.

Κουμόμουνα κι εγώ σε κείνο το κρεβάτι με τα κουμπαρόπλα. Πολλές φορές τα καλοκαίρια έμενα κάμποσες μέρες στη Λίμνα. Όνως ψάχνω και ξαναψάχνω να βρω, που κοιμότανε ο Σιγούρος με τη Σιγούρενα. Μερικές φορές τα μεσημέρια είχα δει το γέρο Σιγούρο να κοιμάται μπροστά στο μαγερειό, απάνου σ’ ένα φαρδύ σιδερένιο κάθισμα. Την κουμπάρα δεν την είχα δει να κοιμάται. Σαν να μην κοιμότανε ποτέ. Άσε που γέρασα και δεν ήξερα πως τη λέγανε. Ποιο ήτανε το μικρό της όνομα. Δεν το ‘χα να το φωνάζουνε. Μόνο η «η κουμπάρα η Σιγούρεν’» άκουγα. Η αγαπημένη μου η κουμπάρα. Η κυρά Μαρία. Με το φωτεινό της πρόσωπο τα’ ολοστρόγγυλο. Με τα ματάκια της τα μπιρμπίλικα. Κρατιόσουν από τη φαρδιά της τη φούστα κα δε σ’ ένοιαζε τίποτα.

Ο γέρος Σιγούρος ήτανε μακρινός. Αμίλητο τόνε θυμάμαι. Καθόταν ακούνητος με σκυμμένα τα μάτια. Κάποτε τα σήκωνε και κοίταγε τα πράγματα γύρω. Το χώμα, το χορτάρι, παραπέρα τα κλήματα, τις συκιές, τ’ αγκάθια και κάτι αχαμνά λιμνόδεντρα που ήταν σπαρμένα εδώ και κει, ίσαμε το νερό, Ο γέρο Σιγούρος δεν αγνάντευε πέρα. Τις έγνοιες του κοίταγε. Τα στόματα που ‘χε να θρέψει. Τη γη του, τα χέλια του. Όταν όμως τύχαινε καμιά φορά ν’ ακουμπήσει το χέρι του απάνου στο κουρεμένο σου κεφάλι, η ροζιασμένη του απαλάμη ήτανε τρυφερή, αλαφριά. Κι άμα έκανες κατά πάνου και τον έβλεπες, τα μάτια του είχανε, στο βάθος, έγνοια και προστασία.

«Πάρτε τα πόδια σας, ρε. Θα μας παρ’ η μέρα»

Μπροστά ο γέρο Σιγούρος, από πίσω τρία παιδιά. Τρεισήμισι, τέσσερες αξημέρωτα. Ίσκιοι και χώμα. Τις ξυπόλητες πατούσες  μήτε που τις άκουγες. Τα σταλίκια ήταν εκεί, καρφωμένα στο βούρκο. Τα μονόξυλα χωμένα μες τις βουρλιές. Η Λίμνα ακούνητη, μολυβένια.  Οι σπούρλοι ακόμα κοιμόσαντε. Μόνο στο βυθό, μέσα στα σκοτεινά, οι χελομάνες που ‘σαντε πιασμένες στα παραγάδια, χαρακώνανε που και που τη θαμπή γυαλάδα της Λίμνας. Σαλτάρανε τα Σιγουρόπουλα στα μονόξυλα, τραβάγανε τα σταλίκια και σπρώχνανε κατά μέσα. Ο γέρος Σιγούργος στο ένα, μαζί με το Λάμπη, στο άλλο ο Βασίλης, μαζί με το Γιώργο που τόνε λέγανε Μπέμπη. Περνάγανε τα στενά ποταμάκια, βγαίνανε στ’ ανοιχτά και τραβάγανε για τις σημαδούρες. Δεν έβλεπες τίποτα. Δεν άκουγες τίποτα. Πίσσα και μουγκαμάρα. Μόνο το σταλίκι άφην’ ένα κούφιο σημάδι. Έπιανες το ξεκάρφωμ’ από τον πάτο. Μόλις ακουμπάγανε την πρώτη νεροκολύθα, ζυγιζόσαντε στις μπάντες του μονόξυλου και τράβαγαν αλλού την τριχιά. Πλεξίδες τα χέλια χτυπιόσαντε μες τις κόφες. Άκουγες το στρούφιγμα κι η μυρωδιά του βυθού σου μαστίγωνε τα ρουθούνια. Ανεβάζανε το βιός και το φέρνανε πίσω. Μιας ώρας δουλειά. Πιάνανε το μονοπάτι για την καλύβα φορτωμένοι. Σκοτάδι ακόμα. Από κει χαμηλά που ‘μουνα  γω, έβλεπες τέσσερες κόφες να περπατάν απάνου στ’ αμμοβούνι, π’ άρχιζε να ροδίζει.

Απιθώνανε κι άρχιζε το ξαγκίστρωμα. Τα πόδια τους γρατζουνισμένα από τις αξιφάρες και τα γαϊδουράγκαθα, έτρεχαν αίματα. Και ποιος νοιαζότανε για το αίμα. Έβλεπες και καμιά βδέλα στο σβέρκο του γερο Σιγούρου να ρουφάει. «Άστηνε μην την πειράζεις. Θα κάνει τη δουλειά της και θα πέσει από μονάχη της». Και πιάνανε το βούρλιασμα. Περνάγανε το μυτερό βούρλο μπάντα  κι άλλη, στα μάτια του λιμνήσιου φιδιού και τα κρέμαγαν αρμαθιές στη μεγάλη μουριά. Τα στρουφιχτά οχτάρια αναδεύανε μέχρι το πρωί. Ύστερα στα σιαγά τα παραδίνανε. Καμιά φορά όταν έπαιρν’ η μέρα και κόβανε στην πλάτη τις αρμαθιές, μιάν ώρα δρόμο για τον Πύργο, έβλεπες κανά μικρό χελάκι, που δεν είχε βάρος, να ταράζεται ακόμα και ν’ ανατριχιάζει.

Τι κάνουμε ρε; Δεν ακούτε; Τραβάτε να φτιάξουτε τα σκιάχτρα. Τηράτε μην έπεσε κανένα». Κι άπλωνε την αρίδα ο γερό Σιγούρος κι ξέπλεκε τ’ αγκίστρια.

Πίσω από το σπίτι απλωνόταν η σταφίδα. Φεύγαν ο Λάμπης με το Γιώργο, παίρνανε μαζί τους κανά παλούκι, κονσερβοκούτια, σπάγκους και γυαλιστερά χαρτιά, από κείνα που φτιάχναμε τα φεγγάρια και πηγαίνανε για τα σκιάχτρα. Άχερα και ξεραμένα βούρλα για τα καπέλα, γιομάτος ο τόπος. Ά ‘χανε καρπό ξαπλωμένο στ’ αλώνια, δένανε το κορμί του σκιάχτρου μ’ ένα σπάγκο μακρύ, μέχρι το σπίτι, κι όποιος είχε την έγνοια, τράβαγε που κου κι άκουγες τότε τους ντενεκέδες να χαλάνε τον κόσμο. Εκεί να σ’ έχω. Έβλεπες τα πουλιά να πουρλακάνε και να τσακίζονται, όπου φύγει φύγει. Σαΐτες! Ακόμα και τα χοντροπούλια. Καρακάξες, καλιακούδες, καρπολόγοι, σταυροκόρακες. Χωρίς το σπάγκο, άμα πέφτανε τσίχλες και σπούρλοι, δεν αφήνανε τίποτα. Δεν έμενε ρόγα για ρόγα.

«Το τρύγησες τα’ αμπέλι Κωστάκη;», μου ‘λεγε η Σιγούραινα. «Όχι κουμπάρα», της έλεγα ‘γω, «τσαμπί τσαμπί τσίμπαγα».

Χωνόμουνα μέσα στη μαύρη σταφίδα και στην ξανθιά τσιμπίμπω. Μπουσούλαγα μες τα κλήματα, μέχρι που ματώνανε τα γόνατα τα μου. Κυνήγαγα τα βαριά τσαμπιά της σταφίδας κι έτρωγα τα μεγάλα του δάχτυλα. Έτσι τα ‘λεγα. Τα μεγάλα τσαμπιά βγάζανε στην κορφή τους ένα παράταιρο, ξεκάρφωτο μικρό κλωνάρι, με τέσσερες πέντε ρόγες χοντρές. Διπλές απ’ τις άλλες. Σαν το μεγάλο δάχτυλο που φυτρώνει στην κορφή της απαλάμης. Εκείνες τις ρόγες κυνήγαγα. Σε δυό τρεις ώρες μ’ έκοβε το θειάφι και τα πέταγα όλα. Γύριζα στην καλύβα αγκομαχώντας κι έπεφτα στο στρώμα ξερός. Η κουμπάρα μου ‘τριβε την κοιλιά, μου την άλειφε με λάδι και μ’ άφηνε να κοιμηθώ. Το μεσημέρι περδίκι ο Κωστάκης. Το ‘σκαγα από την καλύβα κι έτρεχα για τη Λίμνα.

Τότε τα πουλιά ήταν κόσμος ολόκληρος. Σκέπαζαν το ουρανό. Κεφαλάδες, συκοφάγοι, κιτρινολαίμηδες, καλογεράδες, παπαδίτσες, γαρδέλια, κοκκινόκωλοι, τσικλαρίδες, διαολοπούλια. Και σπούρλοι. Εκατομμύρια σπούρλοι. Όταν έπεφτ’ ο ήλιος πίσω απ’ τον άγι’ Αντρεά κι έπιανε να λιγοστεύει το φως και να σουρουπώνει, άρχιζε το κούρνιασμα των πουλιών, απάνου στις μεγάλες κουκουναριές, στις ψηλές ακακίες και στις μουριές. Άκουγες κείνο το κουβεντολόι τους να δίνει και να παίρνει. Έλεγες πως είσαι στο πανηγύρι του άγιου Χαράλαμπου, στη γειτονιά μου. Κι άμα μπόρηγες να ξεχωρίσεις τις λαλιές, άκουγες τις ιστορίες που λέγανε. Που πήγανε, τι είδανε, τι κάνανε. Τίποτα δεν έμεν’ ανείπωτο. Μέχρι που χανόταν όλο το φως κι έπεφτε το σκοτάδι και η νύχτα. Τότε τα ‘παιρν’ ο ύπνος και μένανε γραπωμένα στα λιανά κλαράκια, ακούνητα, ίσαμε πάλι το πρώτο φως.

(Από ανέκδοτο μυθιστόρημα)
Κώστα Καζάκος


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος

olympia