Ασταθή Στιγμιότυπα: Που φυτρώνει το ουράνιο τόξο;
Γράφει η Αστάθεια
Κείνο το πρωινό, η Λεώνη και η Ιοκάστη αντίκρισαν το ουράνιο τόξο να σκαρφαλώνει στον ορίζοντα, σαν να «φύτρωνε» από τα βουνά της ανατολής.
Τότε αποφάσισαν να αναζητήσουν τις ρίζες του.
Μπήκαν στον μωβ «σκαραβαίο» και άφησαν την πόλη, ταξιδεύοντας προς τα γειτονικά βουνά.
Λίγο πριν φτάσουν στο ποτάμι, είδαν μια γιγάντια χελώνα να διασχίζει αμέριμνα τον χωματόδρομο. Σταμάτησαν να την χαιρετήσουν. Την ρώτησαν αν ήξερε που θα βρουν τις ρίζες του ουράνιου τόξου.
Η χελώνα – με την σοφία των χρόνων της, τους είπε ότι θα έπρεπε, στο πλάτωμα με τις δρυς, να αφήσουν τον μωβ «σκαραβαίο» και να περιμένουν το λεωφορείο του βουνού.
Έτσι κι έκαναν. Περιμένοντας το λεωφορείο, παρατήρησαν ότι στα χαλίκια, στις όχθες του ποταμού, περπατούσε με τα ανάποδα βήματα του ένα καβουράκι. Ξεκίνησαν να κουβεντιάζουν μαζί του για το ποτάμι και την διπλανή λίμνη. Έμαθαν λοιπόν ότι οι άνθρωποι , επειδή ήθελαν να εκμεταλλευτούν την δύναμη του νερού, έκαναν ένα φράγμα. Στην τεχνητή λίμνη δημιουργήθηκε ένα καινούργιο οικοσύστημα κι έτσι μετοίκησαν οι πρόγονοι του.
«Μην σας απογοητεύσω, όμως», είπε το καβουράκι. «Πέρασε λεωφορείον μπλε αλλά ήτανε κομπλέ.»
Τα κορίτσια αποφάσισαν να συνεχίσουν την εκδρομή τους με τα πόδια -παρόχθια, στο μονοπάτι με την πυκνή βλάστηση. Όταν έφτασαν στον γέρικο πλάτανο αποφάσισαν να σταματήσουν για το κολατσιό τους. Ψωμοτύρι και κεφτέδες βγήκαν από το σακούλι ενώ το μπουκάλι με το νερό δροσιζόταν στο ποτάμι.
Ξαφνικά άρχισαν να προβάλλουν τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Ενθουσιασμένες σκέφτηκαν ότι κάπου κει θα φυτρώνει… Άρχισαν να παρατηρούν προσεκτικά και είδαν τις δροσοσταλίδες, στα φτερά μια λιβελούλας, να αναλύουν το φως στα χρώματά του.
Έτρεξαν να μιλήσουν μαζί της ενώ η Λεώνη χοροπηδούσε γελώντας και φωνάζοντας: «Νεράιδες, οι Νεράιδες, βρήκα τις Νεράιδες!!!».
Η λιβελούλα ένιωσε περήφανη διαπιστώνοντας πως τα φτερά της δημιουργούσαν ένα μικρό θαύμα. Έκανε ακροβατικές πτήσεις και ουράνια τόξα φύτρωναν παντού. Για να ευχαριστήσει τα κορίτσια, κάλεσε και τις φιλενάδες της σε χορό κυκλωτικό και μέθυσαν όλοι με τα χρώματα και τον χυμό των ώριμων μούρων.
Όταν άρχισε να σκοτεινιάζει και το φώς έσβηνε, τελείωσε ο χορός.
Όμως άρχισαν να λάμπουν οι πυγολαμπίδες, που φώτισαν το μονοπάτι μέχρι να βρουν οι φίλες τον μωβ «σκαραβαίο», για την επιστροφή τους στην πόλη.
Η Λεώνη και η Ιοκάστη ένιωσαν πλήρεις. Είχε λυθεί η απορία τους, απόκτησαν καινούργιους φίλους, που πλέον επισκέπτονταν συχνά.
(Μια φαντασιακή απόδοση κάποιας εκδρομής στον Λάδωνα και την Λίμνη.)