Ασταθή Στιγμιότυπα – Ο πλανόδιος βιβλιοθηκάριος
Γράφει η Αστάθεια
Ο Αστέριος, χαράματα, ξεκινούσε το ποδαράτο ταξίδι toy, προς τη μεγάλη πόλη της περιφέρειας, προκειμένου να συνεχίσει τις γυμνασιακές σπουδές του. Αυτή τη φορά κουβαλούσε μια σκιά στο μυαλό. Από αβλεψία του, επειδή έπαιζε με το τόπι από κουρέλια, αμέλησε να επιτηρεί το καφάσι, το κρεμασμένο από το κλαδί του δέντρου και κοιμόταν η μικρή του αδερφή, Αμαλία. Τότε ένα φίδι προσπάθησε να δαγκώσει το μωρό αλλά το κλάμα της τον ενεργοποίησε και την έσωσε. Ένιωθε ότι, αυτό το φορτίο, θα το κουβαλούσε την υπόλοιπη ζωή του.
Το σούρουπο έφτασε στην πόλη και μπήκε στο καμαράκι που νοίκιαζε, πίσω από το μεγάλο βιβλιοχαρτοπωλείο του κυρίου Χατζηπιπερίδη. Ήταν ο ευνοημένος ένοικος, αφού ο κύριος Χατζηπιπερίδης του είχε εμπιστευτεί τα κλειδιά της πίσω πόρτας του μαγαζιού. Έτσι τα βράδια, μπορούσε να έχει πρόσβαση στα βιβλία και τα έντυπα και, με μία λάμπα πετρελαίου, να μελετά.
Τις καθημερινές πήγαινε στο Γυμνάσιο αλλά μετά το διάβασμα και τις εργασίες, βοηθούσε σε θελήματα τον κύριο Καραπιπερίδη. Του είχε υποσχεθεί και μια θέση εργασίας, μετά το πέρας των σπουδών του. Θα το ήθελε πολύ, αφού πλέον ένιωθε τα βιβλία ως συνέχεια του εαυτού του.
Στα διακοπές πήγαινε στο χωριό και ήταν πάντα πολύ κοντά στην Αμαλία, να την προσέχει.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο Αστέριος με την προϋπηρεσία του στο βιβλιοχαρτοπωλείο έγινε βιβλιοθηκάριος στην Δημοτική Βιβλιοθήκη της μεγάλης πόλης. Η Αμαλία πήγε στην διπλανή πόλη και έπιασε δουλειά στην υπηρεσία Ύδρευσης, με σκοπό να ανοιγοκλείνει τις κάνουλες για να εφοδιάζονται με νερό όλες οι συνοικίες.
Όταν συνταξιοδοτήθηκε ο Αστέριος δεν θέλησε να μείνει στη μεγάλη πόλη αλλά να ζήσει με την μικρή αδερφή του. Φόρτωσε τα υπάρχοντα του σ’ ένα κάρο όπως και τα πάρα πολλά βιβλία του. Γνωρίζοντας την καινούργια γειτονιά του συνάντησε φιλομαθείς ανθρώπους με δίψα για διάβασμα. Έτσι έστησε μια μικρή δανειστική βιβλιοθήκη στην αυλή. Σε λίγο καιρό, στα πεζούλια των γύρω κατοικιών, οι γυναίκες είχαν παρατήσει τα εργόχειρα και διάβαζαν και συζητούσαν για βιβλία.
Αυτό το γεγονός του έδωσε το έναυσμα να περιπλανηθεί και στις παραδίπλα γειτονίες. Φόρτωνε βιβλία, στη σέλα του ποδηλάτου του και ανεβοκατέβαινε τους λόφους της πόλης. Το εγχείρημα του είχε μεγάλη ανταπόκριση και κάθε μέρα φόρτωνε κι άλλα βιβλία και αγκομαχούσε στη μεταφορά τους.
Οι γειτόνισσες της Αμαλίας τον έβλεπαν και συνέπασχαν μαζί του. Τότε η Καλλιόπη είπε την ιδέα της: «Θα κάνουμε ένα παζάρι και θα πουλήσουμε τα εργόχειρα, που κοιμούνται στα συρτάρια. Με τα λεφτά, που θα μαζέψουμε, θα αγοράσουμε ένα τρίκυκλο για να μεταφέρει τα βιβλία ο Αστέριος.»
Έτσι κι έγινε. Σε λίγο καιρό, όλες οι γειτονιές εφοδιάζονταν με βιβλία τακτικά.
Αφιερωμένο στην «Δεξαμενή Αναγνώσεων» του Ελεύθερου Κοινωνικού Χώρου «ΔΕΞΑΜΕΝΗ».