Ασταθή στιγμιότυπα: Και τώρα τι θα απογίνουμε χωρίς γιορτές
Γράφει η Αστάθεια
Η Θωμαή μετρούσε με τις βελονιές στο κέντημα της τις σκέψεις της και αναλογιζόταν το τελευταίο δεκαπενθήμερο που ξεκίνησε με το «θείο δράμα», την κορύφωση της Πασχαλιάς, την γιορτή των λουλουδιών και έκλεισε με την ονομαστική της εορτή και την γιορτή τη Μητέρας.
Ήταν γεμάτες οι μέρες της με την σχετική κατάνυξη αλλά και ώρες προετοιμασίας για να τηρηθούν οι παραδόσεις με την ίδια ευλάβεια που παρακολουθούσε τις Ακολουθίες. Κάθε πρωί, πίνοντας το καφεδάκι της και βουτώντας λίγη κόρα από ξερό ψωμί, οργάνωνε τις οικιακές εργασίες και μοίραζε τις δουλειές στην κόρη της, το γαμπρό της και τα εγγόνια.
Από το άσπρισμα της αυλής μέχρι τα ψώνια στο μπακάλη, από τα χεράκια στο πλάσιμο των κουλουριών μέχρι το στόλισμα των αυγών, όλα ήταν σοφά κατανεμημένα. Και πάντα έφτανε πρώτη στην εκκλησία του χωριού και καθόταν στο ίδιο στασίδι που στα 80 χρόνια της δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ.
Την ημέρα της Ανάστασης πέρασε όλη τη μέρα στην κουζίνα να προετοιμάσει τη μαγειρίτσα- ήθελε να τα κάνει όλα μόνη της, αφού επιθυμούσε να πετύχει την τέλεια γεύση χωρίς καμία δοκιμή, μόνο από τα αρώματα. Κουράστηκε φυσικά αλλά ήξερε ότι τη νύχτα θα έτρωγαν -μετά από εφτά βδομάδες νηστείας- και θα απολάμβαναν ένα υπέροχο δείπνο.
Ανήμερα την Πασχαλιά άνοιξαν οι πόρτες της αυλής και στρώθηκαν τα τραπέζια ενώ το κατσικάκι ψηνόταν ξαπλωμένο σε κληματόβεργες στον χωμάτινο φούρνο. Μέρα μεγάλης χαράς και γιορτής και καταναλώθηκαν μπόλικες κανάτες κρασί που έρρεε από το δρύινο βαρέλι- τον «Αλφειό»- στο κατώι. Το βραδάκι τους βρήκε όλους εύθυμους να πηγαίνουν στο ξωκκλήσι του Αγ. Γιώργη στο βουνό και το βράδυ να συμμετέχουν στο πανηγύρι με μπόλικο φαΐ και κρασί… ξανά.
Έφτασε και η Πρωτομαγιά με τα ολάνθιστα κηπάρια και τις γλάστρες στις αυλές ενώ είχε το νου της μην και η παμπόνηρη Αλκινόη κλέψει κάποια από τις γλάστρες- όπως συνήθιζε κι έτσι είχε την ομορφότερη αυλή του χωριού. Παράλληλα στην πλατεία τα σωματεία διαδήλωναν για την Εργατική Πρωτομαγιά, όπου τα εγγόνια της ένωσαν τις φωνές τους μ’ αυτές των άλλων εργατών.
Μετά ήρθε η γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής και τα γλυκά για τον Πανούλη, τον αγαπημένο της εγγονό και έκανε μπόλικο γαλακτομπούρεκο και μπισκότα καρύδας. Στη δική της γιορτή πρόσφερε το παντεσπάνι με τα 16 αυγά αλλά έλαβε διπλά δώρα, αφού συνέπεσε με τη γιορτή της Μητέρα.
Αυτά σκεφτόταν και δεν ήξερε αν έπρεπε να καταλαγιάσει τον ενθουσιασμό της ή προσφύγει στην καθημερινή ρουτίνα με τα εργόχειρα και τις μαγειρικές της.