«ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ» και «ΕΛΕΝΗ»: Η απαισιοδοξία του Γιώργου Σεφέρη επίκαιρη όσο ποτέ
Του Γιώργου Ευθυμίου, Εκπ/κού
Κάθε εποχή, όπως ξέρουμε από την Ιστορία, έχει τα δικά της θετικά και αρνητικά στοιχεία. Ο ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης με τα δυο αυτά ποιήματά του θέλησε να σκιαγραφήσει την αρνητική πλευρά της ζωής του ανθρώπου, όταν λείπει η επικοινωνία της ψυχής με μιαν άλλη ψυχή, που δίνει νόημα στη ζωή του ανθρώπου. Όταν κάποιος ή κάποιοι τα θέλουν όλα δικά τους και τους άλλους τους βλέπουν ως δευτερεύοντα και τριτεύοντα όντα, άξια να τους υπηρετούν σε κάθε τους επιθυμία.
Στα ποιήματά του αυτά ο ποιητής εκφράζει το πνεύμα της ματαιότητας κάθε προσπάθειας του ανθρώπου, γιατί άλλοι ορίζουν τη μοίρα του. Την ορίζουν οι αρχηγοί, οι δυνατοί κι όχι ο ίδιος. Ο ίδιος, οι ίδιοι οδηγούνται σαν πρόβατα επί σφαγή σ’ ένα τέλος, που θα αποδειχθεί πως ήταν μια νεφέλη, ένα τίποτε.
Πού είναι η αλήθεια; Αναρωτιέται ο καθένας τους.
Κι ενώ ο καθένας τους έχει την εντύπωση πως είναι ένας τοξότης, όπως ο Τεύκρος, διαπιστώνει πως κυνηγούσε ανέμους και τα βέλη του ξαστόχιζαν…. Ξαστόχιζαν όμως γιατί απλούστατα δεν υπήρχε στόχος. Ο στόχος του ήταν ψεύτικος. Η «Ιθάκη» του, η «Ελένη» του ήταν ένα είδωλο. Έτσι το ήθελε η μοίρα του. Έτσι το ήθελαν οι θεοί. Ο μακροχρόνιος αγώνας, ο δεκαετής πόλεμος για μιαν Ελένη φάντασμα, έγινε ένα πουκάμισο αδειανό.
Απογοητευμένος ο Τεύκρος και η Ελένη, αλλά περισσότερο ο ποιητής, από τη διαπίστωση αυτή προβληματίζονται, αν θα ξαναπέσουν θύματα της μοίρας τους για ιδανικά ανύπαρκτα, πλαστά, ψεύτικα, που ωστόσο γίνονται πιστευτά από τους λαούς – Όχι, δε θα δώσουμε F16 στους γείτονές σας. Θα δώσουμε F16 στους γείτονές σας αλλά θα δώσουμε και σε σας F35, ενώ ένας άλλος βορινός λαός θέλει να διευρύνει την αυτοκρατορία του κι ας στέλνει στον Άδη χιλιάδες αθώες ψυχές…. – και σαν παραπλανημένα και πειθήνια όργανα οδηγούνται να ριχθούν σε αγώνες καταδικασμένους προκαταβολικά, σε αποτυχίες, όποιο και να ‘ναι το αποτέλεσμα είτε για τον έναν, είτε για τον άλλον.
Στη σκέψη αυτή οφείλεται η απαισιοδοξία του ποιητή μας. Ο ποιητής μας ήταν άνθρωπος που έζησε τον αγώνα και την αγωνία του λαού μας, που δοκίμασε βαθιά στην ψυχή του την απογοήτευση από την προδοσία των επί των ημερών του αρχηγών αλλά και των «Συμμάχων», που τους γνώρισε από κοντά ως στέλεχος των εκάστοτε Κυβερνήσεων καθώς ταξίδεψε σε πολλές χώρες και γνώρισε καλά τον εμπαιγμό των Μεγάλων Δυνάμεων, που, για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα, πλεύριζαν τον λαό μας, για να πολεμήσει με αυταπάρνηση τους αντιπάλους τους και μετά τις νίκες τους τον παρατούσαν στη μοίρα του και τις πιο πολλές φορές τον υπονόμευαν, όπως έκαναν με τον Εμφύλιο (1945 – 1949) και με την Κύπρο το 1955.
Για τα παραπάνω και άλλα πολλά που ήξερε ο ποιητής μας ως κυβερνητικό μέλος που ήταν, δικαιολογημένα δοκιμάζει μια διάθεση απαισιοδοξίας, που οφείλεται στη διαπίστωση πως οι λαοί πέφτουν θύμα σκοπιμοτήτων, που εξυπηρετούν όχι τον εαυτόν τους αλλά κάποιους αρχηγούς μωροφιλόδοξους (Γαλάζια Πατρίδα) ή κάποιους αδίστακτους συμφεροντολόγους που μας κάνουν τους φίλους (……).
Δεν είναι άραγε πια καιρός να δώσουν οι λαοί στους ιθύνοντές τους να καταλάβουν πως, αν νοιάζονται γι’ αυτούς, έχουν χρέος να θυμηθούν τον Κιγκινάτο, που μετά την εκπλήρωση του χρέους του προς την Πατρίδα του, αποσύρθηκε στην καλλιέργεια του αγρού του, ή το νεότερο (το χθεσινό) πρότυπο, την Τζασίντα Άντερσεν της Νέας Ζηλανδίας, που, παρότι είναι μια επιτυχημένη πρωθυπουργός, εντούτοις παραιτήθηκε, για να αναλάβουν, όπως είπε, κάποιοι άλλοι τα πρωτεία της Χώρας της, με νεανικές και υπέρτερες ψυχικές και πνευματικές δυνάμεις, πριν αρχίσει η φθορά η δική της, που είναι ανθρώπινο κάποτε να έρχεται;
Ενώ στις χώρες όλου του κόσμου συνηθέστατα τι συμβαίνει; Το ξέρουμε τι συμβαίνει.
Ξέρουμε ότι όταν γαντζωθούν κάποιοι στην εξουσία, όποιοι κι αν είναι αυτοί, δε θέλουν με τίποτε, κι αν ακόμη είναι και προχωρημένης ηλικίας, να πάνε στο σπίτι τους και να γευθούν τα αγαθά που αποκόμισαν από την με οποιοδήποτε τρόπο υπηρέτηση της Πατρίδας μας. Κι όμως, αν κάποιο κόμμα τους αποβάλει για πολλούς και ποικίλους και ιδιαίτερα για ιδεολογικούς καθαρά και συμφεροντολογικούς λόγους, κάνουν το παν να ενταχθούν σε κάποιο άλλο, κι αν ακόμη είναι αντίθετων αρχών από εκείνες που υπηρετούσαν και επί πολλά μάλιστα χρόνια. Αρκεί να γεύονται τα «αγαθά» της εξουσίας τους…..
Γνωρίζω, φίλοι μου, ότι κάποιους, ανεξάρτητα από την ιδεολογία τους, θα τους στενοχώρησα με τα παραπάνω. Και δεν εννοώ μόνο κάποιους κάποιου κόμματος, κάποιας παράταξης, γιατί ξέρουμε πως η εξουσία είναι γλυκιά και δολερή και αποτελεί πρόκληση για τον καθένα, που έχει μπολιασθεί με το μικρόβιό της, αν δε βάλει ως στόχο του και αρχή του, προτού να δεχθεί τον ερεθισμό της, πως υπέρτατο ιδανικό του δεν πρέπει να είναι αυτή, αλλά η μέσω αυτής υπηρέτηση των αρχών και των αξιών, που οδηγούν στην καταξίωση όλων, πλούσιων και φτωχών, από κάθε πλευρά, ψυχική, ηθική, υλική, πνευματική….
Εννοώ αυτούς που, εμφορούμενοι από τις ξεπερασμένες πια ιδεολογίες τους, είναι γαντζωμένοι για κάμποσες δεκαετίες στους αρμούς και στα πλοκάμια της εξουσίας και δεν αφήνουν το νέο αίμα και πνεύμα να εισχωρήσει στα μετερίζια τους….
Γι’ αυτό, αν πίκρανα κάποιους, τους ζητώ τη συγγνώμη τους. Είπα ωστόσο όσα είπα, γιατί είμαι συνταξιούχος εκπαιδευτικός κι έχω την ψευδαίσθηση πως βρίσκομαι στην αίθουσα και κάνω το μάθημά μου στους μαθητές, που αύριο θα γίνουν εκείνοι οι πολιτευόμενοι παίρνοντας τη θέση τη δική σας, λέγοντάς τους πως σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να έχουν άλλο στόχο τους παρά την υπηρέτηση της Πατρίδας μας κι όχι τη ματαιοδοξία και τον πλουτισμό το δικό τους.