Αποδυναμωμένα και χρεωμένα τα νοικοκυριά – Έξι στα 10 δεν βγάζουν τον μήνα
ΕΡΕΥΝΑ ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ
Η πολύμηνη κρίση ακρίβειας έχει σαρώσει τα νοικοκυριά, απομυζώντας την αγοραστική τους δύναμη και την ικανότητά τους να τακτοποιούν φορολογικές και λοιπές υποχρεώσεις. Τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποίησε η ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ επιβεβαιώνει το συμπέρασμα που καταλήξει και άλλες αντίστοιχες μελέτες, ότι δηλαδή πλήθος νοικοκυριών βρίσκεται σε δυσμενή θέση.
Σύμφωνα με την έρευνα, η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών επιδεινώθηκε το 2023, ενώ οι προσδοκίες για το μέλλον έχουν αρνητικό πρόσημο για δεύτερο συνεχόμενο έτος, καθώς πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά (53,7%) εκτιμά ότι η κατάστασή του θα επιδεινωθεί το 2024.
Τρεις είναι οι βασικοί άξονες των επιπτώσεων που προκύπτουν από τις σφοδρές ανατιμήσεις για τα νοικοκυριά. Ο πρώτος είναι η μείωση της αγοραστικής δύναμης, ο δεύτερος η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και ο τρίτος η διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων μεταξύ των νοικοκυριών με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, και των νοικοκυριών με υψηλά εισοδήματα.
Μείωση αγοραστικής δύναμης – 6 στα 10 νοικοκυριά (60,7%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλο τον μήνα
Τα στοιχεία που αφορούν τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, είναι τα δυσμενέστερα που έχουν καταγραφεί σε έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Συγκεκριμένα, 6 στα 10 νοικοκυριά (60,7%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημά τους δεν επαρκεί για όλον το μήνα. Επαρκεί μεσοσταθμικά για 19 ημέρες. Σε δυσμενέστερη θέση φαίνεται ότι βρίσκονται τα νοικοκυριά με κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, καθώς για το 65,1% αυτών το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα. Επιπλέον, το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλον το μήνα και για το 68% των νοικοκυριών με κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα και ετήσιο εισόδημα έως 18.000 €.
Διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων
Η συνεχιζόμενη διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων φαίνεται ότι αρχίζει να λαμβάνει μόνιμα χαρακτηριστικά. Και τούτο γιατί συνεχίζει να επηρεάζει έντονα και τα μεσαία εισοδήματα, καθώς για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά η πλειονότητα των νοικοκυριών δήλωσε ότι χρειάζεται να κάνει περικοπές για να καλύψει τα αναγκαία (51,8%).
Επιπλέον, σταθερά υψηλό και μάλιστα αυξημένο σε σχέση με την περσινή χρονιά είναι το ποσοστό των νοικοκυριών που φαίνεται ότι διαβιοί σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (15%). Με δεδομένο τον νέο τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών/ατομικών επιχειρήσεων φαίνεται ότι ένα μεγάλο μέρος των νοικοκυριών που έχουν ως κύρια πηγή εισοδήματος τα έσοδα/κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα θα φορολογηθεί για εισοδήματα που δεν έχει, κάτι που όπως είναι επόμενο θα επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό και θα μειώσει το διαθέσιμο εισόδημά του. Μάλιστα, για το 58,3% αυτών των νοικοκυριών τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα είναι και η μοναδική πηγή εισοδήματος.
Αύξηση ληξιπρόθεσμων οφειλών
Με βάση τα ευρήματα της έρευνας έχουν αυξηθεί τα νοικοκυριά με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και τις τράπεζες σε σχέση με το 2022. Συγκεκριμένα, πάνω από 1 στα 5 νοικοκυριά (21,7%) δήλωσε πως το ίδιο ή κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού του έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο. Περίπου 1 στα 10 νοικοκυριά (9,6%) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες για καταναλωτικά, επιχειρηματικά δάνεια ή/και κάρτες, ενώ από τα νοικοκυριά που έχουν ενεργό στεγαστικό δάνειο το 30% είτε καταβάλλει τις δόσεις συχνά με καθυστέρηση (20%), είτε έχει καθυστερημένες οφειλές για πάνω από 3 μήνες (10%).
Χαμηλός βαθμός στα μέτρα στήριξης – Αύξηση μισθών και συντάξεων ζητούν τα νοικοκυριά
Τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν την ανάγκη για δραστικές πολιτικές έναντι της συνεχιζόμενης ακρίβειας, οι οποίες θα αντιμετωπίσουν την οικονομική δυσπραγία και θα βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της έρευνας ο βαθμός αξιολόγησης των μέτρων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας ήταν ιδιαίτερα χαμηλός από τα ελληνικά νοικοκυριά.
Η συντριπτική πλειονότητα (80,6%) αξιολόγησε τα μέτρα της κυβέρνησης ως ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή. Ιδιαίτερη, μάλιστα, βαρύτητα θα πρέπει να δοθεί στο πεδίο του ελέγχου των τιμών, καθώς με βάση τα ευρήματα της έρευνας, μετά την αύξηση των μισθών και συντάξεων αποτελεί για πάνω από 1 στα 2 νοικοκυριά το καταλληλότερο μέτρο για τον περιορισμό των ανατιμήσεων.
Ας κρατήσουμε μικρό καλάθι προς το παρόν για τα αποτελέσματα του «ανένδοτου» που κήρυξε η κυβέρνηση στην ακρίβεια. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πότε και σε ποιον βαθμό τα μέτρα αυτά θα αποδώσουν. Η πρόσφατη ιστορία δείχνει ότι ο πληθωρισμός εξαγγελιών και υποσχέσεων δεν αρκεί για να παραγάγει απτά και μόνιμα αποτελέσματα.
Οι εγχώριες στρεβλώσεις που τρέφουν χρόνια την ακρίβεια δεν είναι εύκολο να περιοριστούν, αν δεν υπάρχει ισχυρή βούληση και συνέπεια. Η αισχροκέρδεια και οι ολιγοπωλιακές πρακτικές έχουν αποκτήσει ενδημικά χαρακτηριστικά που δεν εξαλείφονται με ευχολόγια, πλημμελείς ελέγχους και πρόστιμα, ούτε με παρακλήσεις προς τους επιχειρηματίες να περιορίσουν τα περιθώρια κέρδους.
Σε αυτή τη μάχη με το τέρας του πληθωρισμού το μπαλάκι πέφτει μοιραία και στην πλευρά των καταναλωτών, οι οποίοι συμμετέχουν κι αυτοί – ας μην το ξεχνάμε – στο παιχνίδι της προσφοράς και της ζήτησης για την εξέλιξη των τιμών. Γι’ αυτό και η ανάγκη για τη διαμόρφωση ισχυρής καταναλωτικής συνείδησης προβάλλει επιτακτική.
Πηγή: sofokleousin.gr