Απέναντι στην ιστορική αδικία: Κριτική του βιβλίου του Ηλείου ποιητή και συγγραφέα Ηλία Γκρή «Σπαθιά και Μετερίζια – Το Εικοσιένα και η ποίησή του»
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”132725″ img_size=”full”][vc_column_text]Από τον τίτλο κιόλας αυτού του μοναδικού ώς τα σήμερα δοκιμιακού βιβλίου «Σπαθιά και Μετερίζια – Το Εικοσιένα και η ποίησή του», (εκδ. Διαπολιτισμός, 2021) προεικάζεται η έξαψη που έσπρωξε τον συγγραφέα. Αφοσιωμένος της πένας, ο ποιητής της «γενιάς του ’70» Ηλίας Γκρης, έχει φαγούρα στην παλάμη για σπαθί και στο πλευρό όσων το κράτησαν είναι ταγμένος. Η στάση του δεν παραπέμπει σε φιλολογική πιρουέτα γεννημένη σε πλήξη ασφαλούς και ζεστού γραφείου. Είναι η γνώση και η απροσχημάτιστη οργή ανθρώπου πίσω από ταμπούρι, που έχει πάρει την απόφαση να μην το βάλει στα πόδια για να σωθεί, αλλά πιότερο δείχνει να τον θυμώνει η προδοσία παρά ο αντίπαλος. Η πένα του υπενθυμίζει αφενός τη μυρωδιά του καμένου μπαρουτιού, αφετέρου ότι το μελάνι μπορεί να σώσει όσους κινδυνεύουν να ταφούν όχι από φίλους και συντρόφους, αλλά από το ψέμα.
Γι’ αυτό και ο ποιητής το ξεκαθαρίζει από την αρχή: ο λόγος που ασχολήθηκε «είχε την αιτία και την αφορμή του», το δυνάμωμα της φωνής των ανθρώπων του 1821, των πρωταγωνιστών. Και προς τούτο καλεί τους ποιητές. Από τους συγκαιρινούς της Επανάστασης και τους μετεπαναστατικούς ώς τις μέρες μας, η ποίηση για τον Γκρη είναι μέθοδος διαιώνισης, το βαθύ ρέμα στα στήθια των ηρώων από το οποίο βγαίνουν οι αναστεναγμοί, πριν γίνουν γεγονότα ή, υστερότερα, όταν τα γεγονότα καταλήγουν συνείδηση. Κι αυτό είναι ένα σχέδιο του Γκρη, μανία άλλος θα την πει με το ’21, να μαζεύει για δεκαετίες στίχους, να τους κάνει φουσέκια. Κυρίως με την Ανθολογία του «Το 1821 στην Ελληνική Ποίηση» (2011), την πρώτη στα γράμματά μας εδώ και διακόσια χρόνια, που επανεκδόθηκε σε νέα μορφή, συμπληρωμένη κι αναθεωρημένη, (αρχές του ’20) με τον τίτλο «Οταν τραγούδαγε το αίμα- Το 1821 στην ελληνική ποίηση».
Aιτία
Σε ό,τι αφορά την αιτία για τα «Σπαθιά και Μετερίζια», ο Γκρης γράφει ότι «έξι γενιές εμβαπτίστηκαν ίσαμε τώρα μες στη νόθευση του αυθεντικού νοήματος της πρώτης μεγαλειώδους και απαρομοίαστης Επανάστασης», γιατί «τέτοια η ισοπέδωση, που λίγα ψιχία γνώσης για την επανάσταση και στοιχειώδης εντιμότητα κάνουν τη συνείδηση να εξεγείρεται και να ορθοπλωρεί απέναντι στην ιστορική αδικία». Κι επειδή δεν το μπορεί, εκείνοι οι άνθρωποι πρωτεργάτες δεν γίνεται διακόσια χρόνια μετά «να καμαρώνουν στους τοίχους σαν παγωμένοι απ’ το αγιάζι του χρόνου», στήνει την απόφανση της αλήθειας:
«Ανιδιοτελείς, πύργοι αυτοθυσίας αντάμα με τυχάρπαστους κι αδίστακτους καιροσκόπους· τίμιοι ώς τα άκρα μαζί με αργυρώνητους άρπαγες· φαύλοι, μηχανορράφοι και δίπλα οι άκαμπτοι ασυμβίβαστοι».
Αφορμή
Και ποιο θα είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας Ανάστασης; «Να δούμε την ιστορία δίχως την εθνικόφρονα συνιστώσα που μπόλιασε εγχώριες πολιτικάντικες συνειδήσεις, αυτές που διαπρέπουν σε βήματα, άμβωνες και παράθυρα ασύδοτης τηλεοπτικής ασυναρτησίας».
Στο κλίμα της γραφής του ποιητή και ιστοριοδίφη Γιάννη Σκαρίμπα, ο Γκρης καταγγέλλει «τις ακατάπαυστες μηχανορραφίες των Μαυροκορδατοκωλέττηδων και του Τουρκοπαπαδοκοτζαμπασέικου καθεστώτος» για να δείξει και αποδείξει πως το ’21 «πέτυχε εθνικά», ωστόσο «απέτυχε παταγωδώς στην κοινωνική του διάσταση, καθώς οι ραγιάδες αποτίναξαν τον τούρκικο ζυγό, αλλά την ίδια στιγμή έπεφταν στον φαταούλικο ζυγό των ντόπιων αφεντάδων».
Εξάλλου «η πλαστογράφηση δεν άρχισε, όπως θα περίμενε κανείς, μετεπαναστατικά, ξεκίνησε μες στην αντάρα του πολέμου. Στη δίνη της μεγαλύτερης ανθρωποσφαγής που γνώρισε η Ελλάδα. Και πρωτομάστορες του είδους στάθηκαν το αρχοντολόι με τους πολιτικάντηδες. Από την Α’ εν Επιδαύρω Εθνοσυνέλευση, αφού αποψίλωσαν τον Δημήτρη Υψηλάντη και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη με τους οπλαρχηγούς, κινούσαν καταπώς γούσταραν τα νήματα».
Οπότε, αν σαν αφορμή για το βιβλίο του ορίζει την αντίδραση σε «μια συντονισμένη απόπειρα “αποκαθαρμού” του ’21 από τα εγγενή του στοιχεία (μάχες, φονικά, αλώσεις)», καταλήγει πως «η παραληρηματική κι άκριτη παρελθοντολογία με το να διογκώνει τα συμβάντα δεν ανυψώνει τον πατριωτισμό, αλλά τον ευτελίζει σε φανατισμό. Με όλα τα επακόλουθα!»
Κάποιοι, ίσως, θα στενοχωρηθούν, αλλά ο Γκρης είναι καθαρός ανασκαφέας φιλαλήθειας απέναντι και στα «τρία μεγάλα μυθεύματα». Το λάβαρο στην Αγία Λαύρα, το Κρυφό Σχολειό και τον συμβολισμό «που ώς διά μαγείας επιβλήθηκε το 1838» ότι η επανάσταση ξεκίνησε την 25η Μαρτίου. Φυσικό λοιπόν μοιάζει να τάσσεται ολοκληρωτικά με το πλευρό των αρματωμένων οπλαρχηγών, αφού αποδέχεται πως αυτοί ήταν οι ελευθερωτές της Ελλάδας «οι μόλις μαθόντες ν’ αναγιγνώσκωσι και να γράφωσιν, ουχί φρόνιμοι και εύποροι» (Μπαρτόλντι 1875).
Μπορείτε να προσθέσετε σε αυτά και τη σχεδόν αυστηρή αναφορά στον Ανδρέα Μιαούλη και στον Μακρυγιάννη.
Ποίηση
Στο δοκίμιό του ο Γκρης δεν σταματά στους αναγνωρισμένους και καταξιωμένους ποιητές, αλλά σε όσους πάτησαν αρχικά «κατά κανόνα στα χνάρια του Ρήγα με στίχους εμβρίθειας και οξυμένου πάθους», ακόμη κι αν μερικά από αυτά «ήταν ποιήματα κάποιας αφέλειας και άτεχνης στιχουργικής».
Αναφέρεται σε πάνω από διακόσιους ποιητές -είτε ακροθιγώς στον βίο και το έργο τους είτε απλά ονομαστικά- που ασχολήθηκαν με το Εικοσιένα. Καταγράφει 29 ποιητές που έχουν χρονική εγγύτητα και επαφή με το 1821 «για να εξοικειωθεί ο αναγνώστης με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανταπόκρισης που βρήκε το ’21 στην ποίηση εκείνης της εποχής». Ακολουθεί η αναφορά στη γενιά του 1880 μέχρι να φανεί ο «μεγάλος ποιητής Κώστας Καρυωτάκης» κι έπειτα η γενιά του ’30 και δεκάδες ποιητές απ’ όλες τις μεταπολεμικές γενιές μέχρι σήμερα.
Με θλίψη μόνον παρατηρεί πως «προϊόντος του χρόνου κι όσο απομακρυνόμαστε από το ’21 φαίνεται πως φθίνει το ενδιαφέρον των ποιητών για κείνη τη φωτιά που έλαμψε στον κόσμο». Και αρκείται στο τεχνικής υφής σχόλιο, πως «ό,τι γράφεται πλέον γι’ αυτό, κλίνει περισσότερο σε μια σύζευξη με πρωθύστερα ή μεταγενέστερα συμβάντα. Και σπανίως στη ρεαλιστική “φωτογραφική” απεικόνιση των συμβάντων της επανάστασης».
Γι’ αυτό κρατά σε χωριστό κάδρο Σολωμό και Κάλβο τονίζοντας εύστοχα: «Απέναντι στον πηγαίο λυρισμό του αριστοκράτη μα ιδεαλιστή Σολωμού, που φιλοδόξησε με άκρα πειθαρχία να συνθέσει έργα υψηλόφρονος στοχασμού και πατριωτικού σφυγμού […], ισότιμα στέκει ο αδέκαστος Κάλβος, που ’φαγε τα νιάτα του στην ξενιτιά παλεύοντας ολομόναχος για ψωμί και μόρφωση για να συνθέσει τις μεγαλόπνοες ωδές του με τελειωμένα ποιήματα πατριωτικής έξαρσης και υψηλής γοητείας, όπου θάλλει ο αρχαίος κλασικός κόσμος».
Κι ύστερα διαλέγει «ονόματα επιλεκτικά κι ενδεικτικά» ποιητών που «ξεμυτίζουν μες στην πυκνή βλάστηση του κόσμου οιστρήλατοι κι ανθίζουνε στο έργο τους».
Ετσι εξάλλου δεν γίνεται και στα δερβένια της ζωής και της τέχνης;
Του Απόστολου Λυκεσα από την ΕΦΣΥΝ[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]