Αντιεμβολιαστές, αρνητές ή διστακτικοί; – Η χαρτογράφηση των μη εμβολιασμένων
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”127022″ img_size=”full”][vc_column_text]
«Δεν έχουμε ακτινογραφήσει τα χαρακτηριστικά όσων διστάζουν να κάνουν το εμβόλιο», επισημαίνει ο καθηγητής Ψυχολογίας, Βαγγέλης Καραδήμας Αντιεμβολιαστές: Η χαρτογράφηση
Αντιεμβολιαστές, αρνητές, διστακτικοί, αναβλητικοί: Αποτελούν όλοι όσοι δεν έχουν εμβολιαστεί ακόμα ένα ενιαίο σύνολο; Η μήπως απλά η Πολιτεία τους αντιμετωπίζει ομοιογενώς διότι στην πραγματικότητα δεν έχει ιδέα πόσο διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι μπορεί να απαρτιζουν την ομάδα που δεν έχει κλείσει ακόμα ραντεβού εμβολιασμού.
Τον τελευταίο καιρό και παρά το γεγονός ότι την περίοδο αυτή μας απειλεί μία σαφώς πιο μεταδοτική μετάλλαξη του κορονοϊού, διεθνώς παρατηρείται μία κάμψη στην εμβολιαστική ροή καταδεικνύοντας ότι τουλάχιστον οι χώρες με επάρκεια εμβολίων μάλλον «έπιασαν ταβάνι» ως προς τον αριθμό των πολιτών που πείστηκαν να εμβολιαστούν χωρίς κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια.
Απομένει όμως μία πολύ κρίσιμη ποσοστιαία μάζα ώστε να επιτευχθεί η συλλογική ανοσία.
Στον αγώνα δρόμου των κυβερνήσεων να πείσουν όσους περισσότερους μπορούν επιστρατεύτηκαν κίνητρα, «δώρα», απειλές, και εσχάτως και η υποχρεωτικότητα.
Αυτό που δεν χρησιμοποιήθηκε καθόλου ή αναλύθηκε ελάχιστα στην Ελλάδα είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων που συλλήβδην κατατάσσονται στους αρνητές των εμβολίων.[/vc_column_text][vc_column_text]«Δεν έχουμε ακτινογραφήσει ποιοί μπορεί να είναι αυτοί οι άνθρωποι. Δεν έχει γίνει κάποια εκτεταμένη έρευνα σε όλο αυτό το διάστημα της πανδημίας. Δε γνωρίζουμε ποιοί παράγοντες προσδιορίζουν αυτήν τη συμπεριφορά, διότι δεν προχωρήσαμε σε μια «συμμαχία» επιστημών για να αντιληφθούμε το πρόβλημα ώστε να το αντιμετωπίσουμε», εξηγεί στο «ethnos.gr» ο Βαγγέλης Καραδήμας, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ψυχολογίας της Υγείας.
Αντί αυτού φαίνεται ότι και στο ζήτημα της επικοινωνίας της εμβολιαστικής ανάγκης, η Ελλάδα ακολούθησε μία απόλυτα ιατροκεντρική αντίληψη: «Χωρίς να υποτιμά κανείς την Ιατρική στην περίοδο μιας πανδημίας, υπάρχει συσσωρευμένη γνώση και άλλων επιστημών, η οποία δεν αξιοποιήθηκε σχεδόν καθόλου στη χώρα μας αν και θα μπορούσε να συμβάλλει στην επικοινωνία κανόνων γνωστών και εύκολων να τηρηθούν. Θα ήταν χρήσιμη μια πολυεστιακή αντίληψη».
Γενικά οι σκεπτικιστές των εμβολίων, όπως σημειώνει ο καθηγητής, συνηθίζεται να κατατάσσονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες:
- Σε αυτούς που αμφιβάλλουν για το εμβόλιο αυτό καθαυτο ως προς την αποτελεσματικότητα και την ασφάλειά του.
- Σε αυτούς που δεν εμβολιάζονται λόγω ιδεολογικής ή θρησκευτικής διαφοροποίησης. Η ομάδα αυτή είναι πολυπληθέστερη σε χώρες του εξωτερικού όπου παρατηρούνται αυξημένα ποσοστά ανθρώπων, οι οποίοι υιοθετούν απόψεις που συνοψίζονται σε φράσεις του τύπου: «δεν εμπιστεύομαι τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες και επομένως δεν κάνω και τα εμβόλιά τους».
- Σε αυτούς που ενδεχομένως έχουν παρανοήσει την έννοια του υγιεινού τρόπου ζωής και θεωρούν ότι αυτός συνίσταται στην άρνηση ακόμα και της επιστημονικής προόδου. Αποφεύγουν τα εμβόλια, τις εξετάσεις, τα φάρμακα.
- Στους free riders, η φιλοσοφία των οποίων συνοψίζεται στο ότι αφού κάνουν όλοι οι υπόλοιποι το εμβόλιο, δε χρειάζεται να το κάνω κι εγώ.
Ωστόσο αυτό που υπογραμμίζει ο κ. Καραδήμας, είναι πως αυτή η γενική κατάταξη δεν αρκεί: «Προκειμένου να προσεγγίσεις κάθε κατηγορία με πειστικά επιχειρήματα θα πρέπει καταρχάς να γνωρίζεις περίπου το μέγεθος της κάθε υποομάδας μεταξύ όσων αρνούνται να κάνουν το εμβόλιο.
Στην Ελλάδα δεν τα έχουμε πάει πολύ καλά στη μελέτη συμπεριφοράς των ανθρώπων απέναντι στην πανδημίας. Αντίθετα στην Ολλανδία, τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο μετρούν διαρκώς το που βρίσκονται με κυλιόμενες έρευνες».
Το ότι άλλοι ερευνούν συστηματικά όμως, δεν είναι απαραίτητο ότι θα καλύψει κι εμάς: «Κάθε χώρα και κάθε πληθυσμός είναι μοναδικός, έχει ιδιαιτερότητες. Δεν αρκεί να μεταφέρουμε τα πορίσματα ερευνών που έγιναν στο εξωτερικό, διότι μπορεί να ισχύουν στο περίπου, αλλά το περίπου ενέχει κίνδυνο. Για παράδειγμα υπάρχει θρησκευτικός αρνητισμός στην Ελλάδα; Βλέπουμε 5 ανθρώπους να φωνάζουν τέτοιου τύπου συνθήματα και νομίζουμε ότι συμβαίνει, αλλά συμβαίνει στα αλήθεια;», λέει ο κ. Καραδήμας.
Σε κάθε περίπτωση η καλλιέργεια εμβολιαστικής κουλτούρας δεν είναι κάτι που γίνεται από τη μία μέρα στην άλλη και ενώ η πανδημία και ο κίνδυνος βρίσκονται ήδη εδώ, καθώς όπως σημειώνει ο καθηγητής Ψυχολογίας χρειάζεται χρόνος για να χτιστεί σταδιακά.
Οι διστακτικοί των εμβολίων υπήρχαν πάντα
Η απροθυμία ενός μεγάλου ποσοστού πολιτών να προσέλθει στο ραντεβού με το …εμβόλιο δεν ήταν κάτι που έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία μεταξύ των επιστημόνων που ασχολούνται με το θέμα.
«Για όσους παρακολουθούμε το ζήτημα των εμβολιασμών επί πολλά χρόνια, η διστακτικότητα αυτή δεν αποτελεί έκπληξη. Διεθνείς έρευνες είχαν καταδείξει χρόνια πριν την έλευση του κορονοϊού ότι υπάρχει πάντα ένα ποσοστό ανθρώπων, το οποίο κυμαίνεται από 20% έως και 25%, όχι ιδιαίτερα προθύμων να εμβολιαστούν. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι και μπορείς να τους προσεγγίσεις ενιαία», λέει ο κ. Καραδήμας.
Φέρνει μάλιστα ως παράδειγμα ένα Ευρωβαρόμετρο του 2019 για τους εμβολιασμούς, λίγο πριν την έναρξη της πανδημίας, στο οποίο οι θετικές απόψεις για το εμβόλιο της γρίπης στη χώρα μας έφταναν το 90%. Το 85% δήλωσε ότι ο κόσμος πρέπει να κάνει το εμβόλιο, αλλά όταν η ερώτηση άγγιξε πιο προσωπικές επιλογές και συγκεκριμένα ζητούσε την άποψη των συμμετεχόντων ως προς το αν έβλεπαν εμπόδια στο να εμβολιαστούν οι ίδιοι, το ποσοστό κατρακύλησε στο 50%.
Κρίσιμος ο ρόλος των παραδοσιακών μέσων, αλλά και των social media
Μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση αντιλήψεων, όπως προκύπτει και από το ζήτημα του αντιεμβολιασμού, έχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία όπως σημειώνει ο κ. Καραδήμας έχουν τεράστια ικανότητα επιρροής στον άνθρωπο τόσο σε επίπεδο πληροφόρησης όσο και διαμόρφωσης ιδεών.
Είναι χαρακτηριστικό το αποτέλεσμα ενός «πειράματος» στις ΗΠΑ για το θέμα των εμβολιασμών πολλά χρόνια πριν, το 2010. Το δείγμα ήταν άνθρωποι ουδέτεροι στον εμβολιασμό, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Οι μισοί εκτέθηκαν μέσω social media σε θετική πληροφόρηση για τα εμβόλια και οι μισοί σε αρνητική: «Το εντυπωσιακό είναι ότι από τις θετικές πληροφορίες δεν πείστηκαν και πολλοί. Από τις αρνητικές πολλοί πείστηκαν ότι το εμβόλιο είναι κάτι κακό μέσα σε 10 λεπτά! Είναι πιο εύκολο να φοβηθεί κάποιος παρά να πειστεί για την ορθότητα ή την ασφάλεια ενός πράγματος. Είναι χαρακτηριστικό του τρόπου λειτουργίας μας για να επιβιώσουμε» εξηγεί.
Την ίδια στιγμή και τα παραδοσιακά ΜΜΕ αναφέρονται υπερεμφατικά στις παρενέργειες των εμβολιασμών. Περιγράφουν ή ακόμα και ονοματίζουν τον άνθρωπο που εμβολιάστηκε μεταξύ εκατομμυρίων και ήρθε αντιμέτωπος με σοβαρότερες παρενέργειες, ενώ αντίστοιχα για τους πολύ περισσότερους ασθενείς από τον κορονοιό που ήταν σε σοβαρή κατάσταση ή πέθαναν, η έμφαση ήταν πολύ μικρότερη. «’Εχουμε πια κωδικοποιήσει έως και <συνηθίσει> σε ένα βαθμό τον Covid και προβάλλουμε περισσότερα τα μεμονωμένα περιστατικά. Αυτό σταδιακά επικρατεί και διαμορφώνεται μια αντίληψη ότι τα εμβόλια μπορεί να είναι επικίνδυνα».
Η προσέγγιση των αρνητών
Η χρυσή συνταγή της προσέγγισης όσων αντιδρούν στον εμβολιασμό, πάντως, φαίνεται ότι είναι κάτι που ακόμα αναζητείται σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο εντοπισμός σχετίζεται απόλυτα με την ιδιαιτερότητα του κάθε ατόμου και της κάθε κοινωνίας, σημειώνουν οι ψυχολόγοι.
Δύο είναι οι βασικές απόψεις που πρέπει να συγκεραστούν: πόσο πιθανό είναι να νοσήσω και πόσο μπορεί να κινδυνεύσω από το εμβόλιο. Κατά συνέπεια το μήνυμα που εκπέμπεται θα πρέπει να είναι διπλό, αλλά ο τρόπος δεν μπορεί να είναι όμοιος.
«Υπάρχουν λαοί, όπως βλέπουμε κυρίως σε ασιατικές χώρες που πείθονται περισσότερο από το επίσημο κράτος. Υπάρχουν άλλα σημεία του πλανήτη, όπως αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, οι λαοί των οποίων θα πείθονταν ευκολότερα από σοβαρούς επιστημονικούς φορείς. Στην Ελλάδα πάλι δεν έχουμε τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη στην Πολιτεία και μάλλον ούτε τόσο στους επιστημονικούς φορείς. Η λειτουργία της κοινωνίας μας βρίσκεται μεταξύ της ατομικιστικής και της κολεκτιβιστικής. Έχει σημασία για μας τι θα μας πουν οι οικείοι μας, ο οικογενειακός μας γιατρός, ο φαρμακοποιός μας. Αυτοί θα είχαν πιθανότατα περισσότερο αποτέλεσμα», σύμφωνα με τον κ. Καραδήμα.
Ο ίδιος ωστόσο συστήνει προσοχή στο γεγονός ότι το μήνυμα που εκπέμπεται από περισσότερες πηγές δε σημαίνει ότι το ακούν και περισσότεροι: «Κράτος, πολιτικοί, επιστήμονες, Εκκλησία αν διαφοροποιούνται έστω και λίγο στο μήνυμα που μεταδίδουν, τελικά το μόνο που καταφέρνουν είναι να προκαλούν μία θόλωση».
Από τις ομάδες των αντιεμβολιαστών, πάντως, πιο πιθανό να πειστούν είναι εκείνοι που διστάζουν επειδή φοβούνται το εμβόλιο ίσως και εξαιτίας ελλιπούς ή μη ορθής πληροφόρησης. Πολλοί άλλωστε περιμένουν να το κάνουν όσο το δυνατόν περισσότεροι ώστε να σιγουρευτούν για την ασφάλειά του, ενώ οι πιο …αμετανόητοι φαίνεται ότι είναι εκείνοι που δεν εμβολιάζονται για ιδεολογικούς λόγους.
Οσο για τα κίνητρα που δόθηκαν εδώ και αλλού για να προσελκύσουν τους διστακτικούς, δεν είναι επίσης κάτι καινούριο: «Είναι μια πρακτική που ακολουθείται εδώ και χρόνια. Από τα δωρεάν τεστ υγείας και την υλική ανταμοιβή σε χρήματα ή στην παροχή ενός δώρου μέχρι τα αλτρουιστικά κίνητρα, στα οποία άλλωστε στηρίχθηκε και η τήρηση των μέσων προφύλαξης από την αρχή της πανδημίας, όταν το μήνυμα ήταν προσέχοντας τον εαυτό μας, προσέχουμε και τους άλλους».
Για την υποχρεωτικότητα, για την οποία και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει συστήσει να είναι το τελευταίο μέτρο που θα χρησιμοποιηθεί εφόσον τα προηγούμενα δεν έχουν επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, ο κ. Καραδήμας επισημαίνει ότι «οι αντιεμβολιαστές είναι ήδη αντιεμβολιαστές. Σε πολλές περιπτώσεις έχουν προαποφασίσει κάτι και στη συνέχεια απομονώνουν πληροφορίες και χρησιμοποιούν ως επιχείρημα ό,τι τους βολεύει».
Τι έχουν δείξει διεθνείς έρευνες
Σε 40% υπολογίζονται παγκοσμίως όσοι εμφανίζονται αβέβαιοι ή απρόθυμοι να εμβολιαστούν κατά του κορονοιού, σύμφωνα με έρευνα του ΔΝΤ σε 17 χώρες απ΄όλον τον κόσμο, η οποία δημοσιεύτηκε τον περασμένο Μάιο.
Τα ποσοστά ωστόσο διαφέρουν όχι μόνο από χώρα σε χώρα, αλλά ανάμεσα σε περιοχές και της ίδιας χώρας. Ετσι, τη μεγαλύτερη προθυμία να εμβολιαστούν έδειξαν την περίοδο της έρευνας οι Βρετανοί (77%) και τη μικρότερη οι Γάλλοι (περίπου 40%).
Η ζήτηση για εμβόλιο φαίνεται να είναι εντονότερη ανάμεσα σε μεγαλύτερης ηλικίας κοινά, στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες, οι οποίες εμφανίζονται πιο διστακτικές, στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, στους δημοσίους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους. Οι συγκεκριμένες επαγγελματικές κατηγορίες είναι αυτές που είναι και περισσότερο εκτεθειμένες σε σοβαρή νόσηση.
Ισχυρή κινητήριο δύναμη για την τελική απόφαση αποτελούν:
- η πεποίθηση του καθενός για τη σοβαρότητα της νόσου,
- το πόσο πιστά εφαρμόζει ο ίδιος τα μέτρα προστασίας, αλλά και
- η εμπιστοσύνη που έχει στην κυβέρνηση της χώρας του.
Ξεκάθαρα επίσης φάνηκε ότι κρίσιμο ρόλο παίζει και το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον. Οσοι είναι αποδέκτες αρνητικής πληροφορίας για τα εμβόλια από τους οικείους τους, είναι πιο πιθανό να μην εμβολιαστούν, ενώ παράλληλα οι αρνητές του εμβολίου τείνουν να αναζητούν και να μοιράζονται με τους οικείους περισσότερες πληροφορίες για τον εμβολιασμό με τους δικούς τους ανθρώπους.
Άλλωστε, οι ερευνητές σημειώνουν ότι, όπως έχει φανεί και από τα προ κορονοϊού χρόνια, τα εμβόλια πέφτουν συχνά …θύματα της επιτυχίας τους, καθώς αρρώστιες εξαφανίζονται και με τα χρόνια χάνεται η σύνδεσή τους με τον εμβολιασμό.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row][vc_row][vc_column][vc_column_text]Πηγή: ethnos.gr[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]