Αναπολώντας το χθες: «Χριστουγεννιάτικη ιστορία»
«Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες. Όταν τ ανοίγω εμπρός μου βλέπω ό,τι κι αν τύχει. Όταν τα κλείνω εμπρός μου βλέπω ό,τι ποθώ» λέει κάπου ο ποιητής*…
Τον Οκτώβριο του 1843, ο Βρετανός συγγραφέας Τσαρλς Ντίκενςαρχίζει να γράφει ένα από τα διασημότερα και πιο αγαπημένα βιβλία όλων των εποχών, το διήγημα «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (πρωτότυπος τίτλος «A ChristmasCarol»).
Έγραψε το βιβλίο σε έξι εβδομάδες, στα κενά από τη συγγραφή της λαϊκής νουβέλας «Η ζωή και οι περιπέτειες του Martin Chuzzrlewit», που δημοσιευόταν σε συνέχειες και του προκαλούσε άγχος, καθώς μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε τύχει ιδιαίτερης υποδοχής. Ήταν μια δύσκολη στιγμή στην καριέρα του. Μία Χριστουγεννιάτικη ιστορία, ίσως ήταν πιο αποδοτική οικονομικά, σκέφτηκε.
Ο βιογράφος του Ντίκενς, JohnForster γράφει ότι από τη στιγμή που συνέλαβε την ιστορία, απορρόφησε κάθε σκέψη του. Περπατούσε δεκαπέντε, ακόμη και είκοσι μίλια μέσα στη νύχτα, στους «μαύρους δρόμους του Λονδίνου», σκεπτόμενος την εξέλιξη της και «συνομιλώντας» με τους ήρωες του με τον ενθουσιασμό παιδιού. Μάλιστα, γιόρτασε τα Χριστούγεννα εκείνα με εξαιρετική διάθεση -πήγε στο θέατρο, σε χορούς, δείπνα, συνάντησε φίλους.
Όταν έδειξε όμως, τα χειρόγραφα στους εκδότες του, εκείνοι αδυνατούσαν να καταλάβουν για ποιόν λόγο θα ήταν ενδιαφέρουσα μια ιστορία για τα Χριστούγεννα, καθώς τότε δεν ήταν ούτε δημοφιλή, ούτε διαδεδομένα. Τελικά, ο Ντίκενς έγραψε τέσσερα βιβλία για τα Χριστούγεννα, αλλά κανένα δεν είχε την επιτυχία της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας, που έγινε best-seller σε χρόνο ρεκόρ.
Κάθε παραμονή Χριστουγέννων ο Ντίκενς επισκεπτόταν τις χριστουγεννιάτικες αγορές στο East End και περιπλανιόταν στις φτωχογειτονιές, κοιτάζοντας τις οικογένειες λίγες ώρες πριν από το δείπνο των Χριστουγέννων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η καταγραφή στο βιβλίο του είναι τόσο λεπτομερής, οξυδερκής και βεβαίως, περίτεχνη: Πρόσωπα, δρόμοι, μπακάλικα, φούρνοι με μυρωδάτες ζύμες, στοίβες με φρέσκα φρούτα, λάσπες, κρύο, και χαμογελαστά παιδιά με κόκκινα μάγουλα και κομμάτια πουτίγκας.
Οι φτωχογειτονιές τού ήταν γνώριμες. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών ο Ντίκενς αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο για να πληρώσει τα έξοδα στέγασής του και να βοηθήσει την οικογένειά του στην αποπληρωμή χρέους του πατέρα του. Εργαζόταν σε δεκάωρες βάρδιες σε αποθήκη βερνικιών . Έβγαζε μόλις 6 σελίνια την εβδομάδα κολλώντας ετικέτες σε βαζάκια με βερνίκι παπουτσιών.
Ο Ντίκενς άρχισε να γράφει την ιστορία του τις ημέρες που είχε δει το φως της δημοσιότητας κρατική έκθεση για την παιδική εργασία. Η έκθεση είχε τη μορφή συνεντεύξεων με ανηλίκους -τις συνεντεύξεις πήρε ένας δημοσιογράφος φίλος του συγγραφέα- και περιέγραφε λεπτομερώς πώς 8χρονα παιδιά δούλευαν 16 ώρες την ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα, ράβοντας ρούχα ή σέρνοντας καροτσάκια με κάρβουνα.
Στη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» ο Ντίκενς δεν προσφέρει απλά μια ζωντανή απεικόνιση της χριστουγεννιάτικης ατμόσφαιρας.Άλλωστε, το θέμα δεν είναι η γιορτή, αλλά η στροφή στη συμπόνια και τη γενναιοδωρία: Η ηθική και συναισθηματική μεταστροφή του παράξενου και τσιγκούνη ΕμπενίζερΣκρουτζ μετά τη νυχτερινή επίσκεψη που δέχεται από τον πεθαμένο συνεργάτη του Τζέικομπ Μάρλεϊ και τα φαντάσματα των Χριστουγέννων του Παρελθόντος, του Παρόντος και του Μέλλοντος. Μετά από αυτό τα Χριστούγεννα λούζονται με ουράνιο φως.
Οι νύχτες του Δεκέμβρη πάντα φέρνουν στον νου παραμύθια. Βράδια με βροχές και κρύο, υγρή ατμόσφαιρα στους δρόμους και τη μάνα να βιάζεται να κλείσει τα πορτοπαράθυρα, για να κρατήσει μέσα τη θαλπωρή της φωτιάς. Τότε που ο παππούς ανάβει το τζάκι, ψήνει το χθεσινό ψωμί στη σχάρα το αλείφει με φρέσκο λάδι και ρίγανη, και το κερνάει με τυρί και ελιές. Κάποιες φορές μαζί με μυρωδάτα φρεσκοψημένα κάστανα. Μετά μας οδηγεί σιγά- σιγά στη χώρα των παραμυθιών…
*Ανδρέας Εμπειρίκος