FOLLOW US: facebook twitter

Ακρίβεια πληθωρισμός και στεγαστική κρίση κατατρώγουν τους μισθούς

Ημερομηνία: 15-01-2025 | Συντάκτης:

Ενδιάμεση Έκθεση ΙΝΕ- ΓΣΕΕ για την οικονομία

Αποδομεί πλήρως το αφήγημα της κυβέρνησης περί ισχυρής ανάπτυξης και ενίσχυσης των εισοδημάτων των εργαζόμενων η ενδιάμεση έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την οικονομία. Η ακρίβεια, ο πληθωρισμός και η στεγαστική κρίση κατατρώγουν τα εισοδήματα των μισθωτών. Η 24η θέση σε επίπεδο ΕΕ στο ύψος μισθού πλήρους απασχόλησης και η ντροπιαστική τελευταία θέση στην αγοραστική δύναμη αποκαλύπτουν την πραγματικότητα. Σχεδόν σε όλα τα είδη που συγκροτούν το Γενικό Δείκτη Καταναλωτή, η αύξηση τιμών από το 2020 μέχρι σήμερα είναι διψήφια σε ποσοστό. Η δε στεγαστική κρίση τσακίζει κόκκαλα. Το ένα τρίτο των ελληνικών νοικοκυριών δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός του σε στεγαστικές δαπάνες, ποσοστό το οποίο εκτοξεύεται στο 85%, όταν μιλάμε για τους πιο φτωχούς συμπολίτες μας.

Όπως καταγράφει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ για την ενδιάμεση έκθεση του 2024 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση η εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ της χώρας βρίσκεται σε υψηλότερο ποσοστό από τον μέσο όρο της Ε.Ε, αλλά αυτή βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση της κατανάλωσης, όχι βέβαια σε όρους όγκου όπως έχουν δείξει επανειλημμένως τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά λόγω της κατακόρυφης αύξησης των τιμών λόγω του πληθωρισμού, απληστίας και μη.

Το εισόδημα των μισθωτών έχει ισχνή συμβολή στη μεταβολή του ακαθάριστου εισοδήματος αναφέρει η έκθεση της ΓΣΕΕ όπως συμβαίνει και με τις επενδύσεις, «τρυπώντας» με αυτό τον τρόπο τα «πανηγυρικά μπαλόνια» που αφήνει σε καθημερινή βάση η κυβέρνηση, αναφερόμενη στα πεπραγμένα της ελληνικής οικονομίας.

Συγκεκριμένα, οι πραγματικοί μισθοί κατά το 2023 συνέβαλαν μόλις κατά 1%, τα εισοδήματα των αυτοαπασχολούμενων κατά 1,76% και τα κέρδη από διακράτηση πλούτου κατά 1,5%, ενώ οι πραγματικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ εξακολουθούν να είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ, ενώ το γ ́ τρίμηνο του 2024 έμειναν στάσιμες, τονίζει η ΓΣΕΕ.

Και προσθέτει μάλιστα αυτό που είναι γνωστό πλέον σε όλους ότι, η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση εντοπίζεται στις επενδύσεις σε κατοικίες, οι οποίες έχουν προκαλέσει και τη φούσκα στην αγορά των ακινήτων, οι αξίες των οποίων έχουν εκτοξευτεί, πλήττοντας με αυτό τον τρόπο τα αδύναμα νοικοκυριά και όσους μένουν στο ενοίκιο, ενώ η περιουσία των κατέχοντων ιδιοκτησία εκτοξεύεται και «αυγατεύει»

Το κόστος στέγασης κατανέμεται ταξικά

Για το κόστος στέγασης στην έκθεση αναφέρεται ότι στη χώρα μας έχει δυσανάλογη επίδραση στην ευημερία των πολιτών διαφορετικής εισοδηματικής κατάστασης. Ενδεικτικά, το 2023 για τα άτομα που ανήκαν στο φτωχότερο εισοδηματικό πεμπτημόριο το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης ανερχόταν στο 85,3% (έναντι 29,9% στην ΕΕ), ενώ για τα πλουσιότερα άτομα (5ο εισοδηματικό πεμπτημόριο) στο 1,2% (συγκριτικά με 0,7% στην ΕΕ).

Σημαντικές είναι και οι διαφοροποιήσεις που παρουσιάζει το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης ανάλογα με το καθεστώς ιδιοκτησίας της κατοικίας. Το 2023 το ποσοστό αυτό για τους ενοικιαστές ανερχόταν στο 40,5% (τέταρτο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ), ενώ για τα άτομα σε ιδιόκτητη κατοικία, χωρίς δάνειο ή υποθήκη σε εκκρεμότητα, ήταν 23,7 % (το υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ).

Τονίζεται τέλος ότι οκτώ από τις δεκατρείς περιφέρειες της χώρας κατέγραψαν το 2023 υψηλότερα ποσοστά υπερβολικής επιβάρυνσης του στεγαστικού κόστους έναντι του 2021, στοιχείο ενδεικτικό της όξυνσης του προβλήματος στέγασης σε αυτές το εν λόγω διάστημα.

Μείωση δημοσίου χρέους λόγω πληθωρισμού

Το Ινστιτούτο Εργασίας υπογραμμίζει ότι σημαντική αποκλιμάκωση καταγράφηκε στο ύψος του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2024, υποβοηθούμενο κυρίως από την άνοδο του πληθωρισμού και την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας.

Συγκεκριμένα, το β ́ τρίμηνο του 2024 κατήλθε στο 163,6% έναντι 172,5% το β ́ τρίμηνο του 2023. Ωστόσο, σε απόλυτα νούμερα, και παρά τη μετάβαση της οικονομίας σε καθεστώς πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εξακολουθούσε το β ́ τρίμηνο του 2024 να κυμαίνεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, στα οποία βρέθηκε μετά το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης το 2020.

Παρότι βελτιωμένη, εύθραυστη παραμένει η χρηματοπιστωτική κατάσταση του ελληνικού δημόσιου τομέα, παρά τη θετική δημοσιονομική επίδραση του πληθωρισμού και τους θετικούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ. «Ο δείκτης φερεγγυότητας του ελληνικού Δημοσίου να εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί το 2024 εντός του χρηματοπιστωτικού καθεστώτος Ponzi» αναφέρεται στην έκθεση.

Έχουμε κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης

Το εξωτερικό έλλειμμα εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό του 2019. Ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να χρηματοδοτήσει τόσο το εξωτερικό έλλειμμα όσο και τη δημοσιονομική προσαρμογή του δημόσιου τομέα, το έλλειμμα του οποίου έχει σχεδόν εξαλειφθεί. Το α ́ τρίμηνο του 2024 το ισοζύγιο των επιχειρήσεων ήταν σχεδόν ισοσκελισμένο, πράγμα που συνεπάγεται ότι το έλλειμμα των νοικοκυριών είναι αυτό που προσδιορίζει τη μακροοικονομική κατάσταση της οικονομίας.

Τον Δεκέμβριο του 2024 ο ρυθμός μεταβολής του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), σε ετήσια βάση, διαμορφώθηκε στο 2,9% έναντι 3,7% τον Δεκέμβριο του 2023.

Ωστόσο, παρά τη σχετική αποκλιμάκωσή του και τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια για την αντιμετώπισή του, ο πληθωρισμός συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά την αγοραστική δύναμη των πολιτών, τροφοδοτώντας την κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης, η οποία πλήττει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.

Όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο της έκθεσης, συνεχίστηκε και το 2024 η βελτίωση που παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια τα βασικά ποσοτικά μεγέθη της αγοράς εργασίας.

Ωστόσο, αν και η εξέλιξη αυτή συμβάλλει στη μερική αντιστάθμιση των σημαντικών απωλειών που έχουν υποστεί οι εργαζόμενοι στη χώρα μας όσον αφορά το βιοτικό τους επίπεδο εξαιτίας της οικονομικής και της πληθωριστικής κρίσης, η κατάσταση στην αγορά εργασίας παραμένει εύθραυστη.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος

olympia