ΑΙΡΕΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΑ: Το πολύ και το λίγο
Το λίγο λίγο είναι επικίνδυνο. Το λίγο λίγο πρέπει να το φοβάσαι. Το πρόβλημα είναι ότι δεν το καταλαβαίνεις και μέχρι να το καταλάβεις είναι πλέον αργά. Τρία διαφορετικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την ίδια αρχή: Λίγο λίγο πέφτουν στους ώμους μας οι ψιχάλες της βροχής, μέχρι που γίνεσαι μούσκεμα. Λίγο λίγο χάνεται η νιότη κάθε μέρα, μέχρι που γίνεσαι γέρος. Λίγο λίγο έφευγαν οι άνθρωποι από το νομό, μέχρι που μείναμε εμείς κι εμείς. Γενικώς λιγοστέψαμε. Και λίγο πολύ, μας φαίνονται όλοι πολύ λίγοι. Θα αλλάξει κάτι; Θα ενδιαφερθεί κανείς που ένας νομός χάνει με διπλάσιο ρυθμό απ’ ότι η υπόλοιπη χώρα;
Και μιας και περί χώρας ο λόγος, το γεγονός ότι πεθαίνουμε σα χώρα το γνωρίζαμε. Οι πάντες το γνωρίζουν. Και οι πριν, και οι τώρα, και οι μετά. Έχουμε ακούσει επίσης όλα αυτά τα χρόνια φλογερούς λόγους για το μείζον αυτό πρόβλημα της πατρίδος και ειδικά για το «brain drain» αλλά και την ολοένα αυξανόμενη τάση των νέων ζευγαριών να μη παντρεύονται ή αν παντρευτούν, να μην κάνουν οικογένεια λόγω του απαγορευτικού κόστους και των αναγκών τις οποίες δημιουργεί η έλευση ενός παιδιού. Στάση ευθύνης θα την έλεγα αυτή την τελευταία, το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από την πλήρη ανευθυνότητα την οποία επιδεικνύουν διαχρονικά πολλοί από τους αυτοπαρουσιαζόμενους ως σωτήρες και λοιπούς σωτηριολόγους.
Αλίμονο, τίποτα δε θα γίνει όπως τίποτα δεν έγινε μέχρι σήμερα. Το πρόβλημα δεν προέκυψε χθες. Η Ηλεία, για παράδειγμα, έχει πάρει την κατηφόρα από τις φωτιές του 2007. Παρεμπιπτόντως, θα είχε ενδιαφέρον να εξακριβωθεί αν η «ερημοποίηση» –εντός και εκτός εισαγωγικών – αποτελεί κανόνα για τις βαριά πυρόπληκτες περιοχές. Η λογική λέει ότι σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό θα πρέπει να συμβαίνει παντού. Να λοιπόν που και οι φωτιές συμβάλλουν στη δημογραφική μας συρρίκνωση, όπως συμβάλλουν και στην υποβάθμιση της ποιότητας ζωής. Τι να κάτσει να κάνει κανείς σε ένα κρανίου τόπο; Και τι να κάτσει να κάνει στην ελληνική έρημο του πραγματικού;
Οπότε φεύγει. Συνεχίζει να φεύγει. Φεύγει από το νομό και συχνά φεύγει κι από τη χώρα. Γιατί δεν υπάρχει ελπίδα. Η ελπίδα άλλωστε εδώ δεν έφτασε ποτέ. Γιατί δεν υπάρχει αύριο. Και γιατί δεν υπάρχει αύριο; Γιατί στον αντίποδα αυτού του διαρκούς λιγοστέματος, υπάρχει ένα διαρκές «πολύ». Πολλή αδικία, πολλές ανισότητες, πολλοί αποκλεισμοί, πολλή αναξιοκρατία, πολλή διαφθορά, πολλή υποκρισία, πολύ ψέμα, πολλά βάσανα, πολλή φτώχεια κλπ. Αυτό το «πολύ» και οι φορείς του, κατέστρεψαν τη χώρα. Τους βλέπεις, όμως δεν τους αγγίζει κανείς. Σε αυτόν τον τόπο, οι τελευταίοι, οι πιο άχρηστοι, οι πλέον φαύλοι, είναι πάντα στον αφρό, ενώ θα έπρεπε να βρίσκονται στον πάτο.
Το «λίγο» λοιπόν δε λύνεται και δεν πρόκειται να λυθεί γιατί στη χώρα βασιλεύει αυτό το «πολύ». Πως να σώσεις μία χώρα όταν είναι βυθισμένη στην κοινωνική αδικία και στη διαπλοκή; Πως να μείνουν εδώ τα νέα παιδιά; Πως να κάνουν οικογένεια; Πως να κάνουν καριέρα; Πως να ανασάνεις όταν κάθε καλοκαίρι καίγεται ο τόπος και δε μένει τίποτα όρθιο; Από τύχη ζούμε… Μείναμε εδώ, αλλά αυτοί που μπορούν φεύγουν και καλά κάνουν. Αν τους υπολογίσεις αθροιστικά την τελευταία μόνο δεκαετία, είναι πολλοί, εκατοντάδες χιλιάδες, κι έτσι μείναμε πίσω οι λίγοι. Κι όσο πάμε λιγοστεύουμε…