Γράφει ο Θεόδωρος Κόλλιας

Από το βιβλίο μου «Αλλοτινές Εποχές» στη μνήμη του  Χρήστου Γιακουμοπουλου (Πυρής) που «εξεμέτρησε το ζην» και ενταφιάστηκε προχθές την Κυριακή

Ποιος δεν ξέρει τον Πυρή; Αυτό μας έλειπε! Όχι μόνο γνωστός τοις πάσι αλλά αγαπητός και σεβαστός σε μικρούς και μεγάλους. Με την ευχέρεια  που δίνει η γραφή, τονίζω μια ομολογία που νομίζω ότι είναι  κοινή αλήθεια. Όλα τα τέκνα του Γιώρη Γιακουμόπουλου είναι πρόσωπα αξιαγάπητα. Ο Μπόνος; μάλαμα και διαμάντι! Ο Γιάννος και ο Θανάσης; Άτομα πρόσχαρα, καλοσυνάτα, με πηγαίο χιούμορ και ατόφια λαϊκή παρουσία. Ο Πυρής, λοιπόν, πρωτοκλασάτος, πολυμήχανος και πολυτεχνίτης. Είκοσι ένα ετών μπήκε στο ζυγό του γάμου. Πρώτο επάγγελμα, τελαριαστής στον Χαρίλαο, από το Λαγκαδά στο Άργος μέχρι την Κρήτη. Τοκιστής  σουλατσαδόρος. Επόμενο «ΜΕΤΑΦΟΡΑΙ Ο ΠΥΡΗΣ». Τρίκυκλη μηχανή για όλα τα πράγματα. Τελάρα, σακιά στο μύλο, λιπάσματα στα χωράφια και ότι ήθελε ο πελάτης. Μετά από καμιά δεκαπενταριά χρόνια  καλλιεργητής στα θερμοκήπια. Αγγούρια, ντομάτες, μελιτζάνες και λοιπά ζαρζαβατικά. Ακολούθησε το επάγγελμα του παραγωγού λουλουδιών και δη γαρδένιας. Την ίδια μέρα κόψιμο, συσκευασία και αποστολή με τη θρυλική ταχεία στην Αθήνα. Προμήθευε τα καλύτερα κέντρα και τα πρώτα  σκυλάδικα. Μετά για αρκετά χρόνια ταβερνιάρης στις βενζίνες του Γαλάνη. Ψήστης με δίπλωμα και διδακτορικό στα αμελέτητα.
Από την τελευταία, δεκαετή και βάλε επαγγελματική σταδιοδρομία του Πυρή έμειναν πολλά πιατομαχαιροπήρουνα  αλλά κι ένα κρασί, σκέτο κεχριμπάρι, να πίνει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει. Όλα καλά αλλά έχω κάτι φόβους ότι θα το ρουφήξει  μέχρι το τελευταίο κατρούτσο ο Μήτσάρας. Εκείνη η λουμπίνα  που στο πιοτί τον φοβούνται όλοι οι άγιοι και οι διάβολοι. Ήρθε ο μάγκας  από άλλο χωριό και δε φτάνει που πήρε ένα από τα καλύτερα κορίτσια, και η Κυρα-Αριστέα, η πεθερά, σύζυγος και αρχόντισσα του Παναγιώτη Γιακουμόπουλου, αδελφό του Νιόνιου, του Τάση και του Γιώργου τον έχει μη στάξει και μη βρέξει. Ότι θέλει ο γαμπρός. Κοκόρια, γαλιά, αγριόχορτα, τσιγαρήδες, καγιανάδες, παστές σαρδέλες  και καφέ κοπανιστό στο γουδί, γιατί ο έτοιμος τον πειράζει στο στομάχι. Γι αυτό σου λέω Πυρή πρόσεξε, το γιακουμέικο τον έχει Μήτσο μου και Μήτσο μου κι ότι θέλει   ο Μήτσος.
Ο Πυρής λοιπόν, επί Αρβανίτη δάσκαλου, ήταν από τα πρώτα αλάνια του δημοτικού.  Αλλά στούρνος κι αυτός με περικεφαλαία. Κουτσά στραβά,   έφθασε στην Τετάρτη. Βέβαια και κανείς άλλος από εκείνες τις σειρές δεν πήγε παραπάνω. Κι αν πήγε γύρισε από άλλον δρόμο. Κάποια μέρα που λέτε, πάει και θεια Αγγέλω, η μάνα του, στον δάσκαλο να ρωτήσει πως πάει το παιδί. Μάλιστα ήσαν και κουμπάροι με τον Αρβανίτη, γιατί της είχε βαπτίσει την αδελφή του, τη Μαρίκα .
– Βρε καλώς την κουμπάρα. Δε με πιστεύεις  ε. Καλύτερα να δεις και να κρίνεις από μόνη σου..
– Τι να ξέρω εγώ κουμπάρε μου…..
– Ξέρεις και παραξέρεις. Χρήστο για έλα πάνω να μας πεις το μάθημα.
Ο Πυρής είχε αλλάξει χίλια χρώματα. Από τη μια τα χάχανα των άλλων παιδιών κι από την άλλη ο φόβος. Η θεια Αγγέλω τον πάταγε κάτω και του άλλαζε την πίστη. Το έλεγε η καρδούλα της. Μετά πολλά σηκώνεται στο μαυροπίνακα. Δίπλα στην έδρα ο δάσκαλος και παρέκει η  θεια Αγγέλω.
– Χρηστάκη τι μάθημα έχουμε σήμερα;
Ο Πυρής κατηφής και κακομοίρης στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του και το κεφάλι κατεβασμένο. Ακίνητος. Ούτε μιλιά ούτε ακρόαση καμία. Άχνα. Μόνο το βλέμμα του, βλοσυρό και   απόμακρο, στριφογύριζε συνέχεια. Σαν τον ασβό στο κλουβί. 
– Τον βλέπεις κουμπάρα, καμάρωσέ τον. Έτσι έρχεται κάθε μέρα..   Σαν το φάντη  μπαστούνι
Δεν είχε προλάβει να τελειώσει ο δάσκαλος και η θεια Αγγέλω ορμάει και ένα μικρό κοντάρι, που είχε κρυμμένο κάτω από την μπροστέλα της, το κατεβάζει στην κεφάλα του Πυράκου με τέτοια δύναμη και ορμή όπως κοπάναγε τα ρούχα με το κόπανο στο ποτάμι. Κανονικά έπρεπε να είχαμε σπασίματα και αίματα. Αλλά τίποτα απ’ αυτά. Ο Πυρής, σαν αστραπή, δίνει ένα πήδουλο από το παράθυρο και έγινε άφαντος.
Ο δάσκαλος αλαφιασμένος  λέει στη θεια Αγγέλω;
– Κουμπάρα άει πιάστονε  τώρα..
Ο κύριος Πυρής στο σχολείο δεν φάνηκε πια.
Αυτή η μέρα ήταν και η τελευταία παρουσία.