300 (και κάτι) νύχτες
Ο καιρός στην πόλη αναποφάσιστος, μια να βρέχει και μια να σταματά. Και οι λακκούβες ποτέ να μην στεγνώνουν. Και ένας ψίθυρος πλανάται διαρκώς και σε τρομάζει. Σκύβουν περίεργα τα δέντρα τον χειμώνα, και οι άνθρωποι περίεργα σκύβουν. Είναι ο καιρός ανάποδος και κάτι διαρκώς συννεφιάζει.
Δεν είναι μόνο θέμα διάθεσης. Είναι πως δεν σου ανήκουν τα εργαλεία. Οι λέξεις κονσέρβες που τα τηλεοπτικά παπαγαλάκια και άλλα μέσα εξαχρείωσης εκσφενδονίζουν καθημερινά σε πρόθυμα κεφάλια. Αποσιώπηση, παραχάραξη, κατασκευή. Δεν θέλεις να εμπλακείς, γιατί το μόνο που σου βγαίνει είναι ανακατωσούρα και κατάρες.
Γυρνάς λοιπόν στο φιλικό σου περιβάλλον, στον κύκλο σου και στη διαδικτυακή σου επιβεβαίωση. Στον μόνιμο σκανδαλισμό από την γύρω κατάντια, στις στιγμιαίες καταγγελίες που σύντομα θα καλυφθούν απ τις επόμενες. Τραβάς και συ τα μαλλιά και σκίζεις τα ρούχα σου, κρούεις τον κώδωνα, γράφεις εύστοχα ή δεν κάνεις τίποτα απολύτως και απλά κοιτάς. Και αυτό το συναίσθημα της περίκλειστης ματαιότητας που δεν λέει να σε αφήσει.
Έξω αποφάσισε να βρέξει. Και συ νιώθεις τυχερός που βρίσκεσαι μέσα.