Χέλοου πλιζ! Χέλοου πλιζ!
Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 90΄, τον καιρό των παχιών αγελάδων καθώς λένε, όταν όλα ήταν καλά και ανθηρά, μία ελληνική οικογένεια της κραταιάς ακόμη τότε μεσαίας τάξης παραθέριζε στο μαγευτικό νησί της Κέρκυρας. Για ανάγκες του ταξιδιού και των εκδρομών που διοργανώνονταν, το ταξιδιωτικό γραφείο συνεργαζόταν με ντόπιους οδηγούς λεωφορείων, οι οποίοι μετέφεραν τους τουρίστες στα αξιοθέατα και μετά πάλι πίσω στο ξενοδοχείο. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και πολλοί ξένοι. Άλλωστε η Κέρκυρα παραμένει εδώ και πολλές δεκαετίες ένας από τους δημοφιλέστερους ελληνικούς προορισμούς. Παρότι τα «νάιντις» στην Ελλάδα απέχουν πολύ από τις εικόνες τις οποίες συναντούσε κανείς στο γραφικό και εν πολλοίς αυθεντικό τοπίο του 60΄ με τα γαϊδουράκια, τις μαυροφορούσες και τους ανεμόμυλους, η χώρα βρισκόταν ακόμη στο μεταίχμιο ενός αργού τουριστικού μετασχηματισμού. Δεν επρόκειτο για μεταρρύθμιση εφόσον οι μεταρρυθμίσεις δρομολογούνται από τις κυβερνήσεις και στην συγκεκριμένη περίπτωση το πολιτικό προσωπικό (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) δεν διέθετε ούτε το όραμα, ούτε τη βούληση να βελτιώσει ένα από τα ανταγωνιστικότερα εγχώρια προϊόντα. Τελικά η αγορά αυτορυθμίστηκε. Ακόμα και στην Πλάκα και πέριξ της Ακρόπολης, η οποία αποτελεί τη ναυαρχίδα του εγχώριου τουρισμού, δεν υπάρχει σήμερα μαγαζί ή επιχείρηση που να πουλάει «φύκια με μεταξωτές κορδέλες». Με τα χρόνια οι ξένοι τουρίστες έμαθαν και έγιναν πολύ πιο απαιτητικοί, και οι επιχειρηματίες αναγκάστηκαν είτε να ακολουθήσουν, είτε να κατεβάσουν ρολά. Βέβαια μέχρι να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Έτσι, όταν τα ελληνόπουλα που παρά το νεαρό της ηλικίας τους γνώριζαν ήδη πολύ καλά αγγλικά, άκουσαν τον Κερκυραίο εισπράκτορα του λεωφορείο να φωνάζει «Χέλοου Πλιζ!», «Χέλοου Πλιζ!» προκειμένου να παραμερίσουν οι ξένοι επιβάτες και να περάσει ανάμεσά τους, ξέσπασαν σε ασυγκράτητα γέλια. Θα πρέπει να ήταν όντως πολύ αστείο και ο καθένας μπορεί να πλάσει την μορφή του εν λόγω εισπράκτορα με τη φαντασία του. Ήταν όμως η πραγματικότητα μιας εποχής, με τα καλά της και τα στραβά της, που πέρασε ανεπιστρεπτί.