Το καθεστώς των Εγγυητών των Πυρόπληκτων Δανείων με την Εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”55771″ img_size=”full”][vc_column_text]Νικολάου Δ. Μπάστα, Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω,
Κατόχου ΜΔΕ Αστικού Δικαίου από το ΕΚΠΑ
Όπως πληροφορούμαστε, από πρόσφατη αρθρογραφία στον Ελληνικό Τύπο, “αντιμέτωποι με τις ελληνικές τράπεζες και τα ξένα funds θα βρεθούν χιλιάδες δανειολήπτες που δεν πληρώνουν τις δόσεις του δανείου τους. Θα πρέπει, λοιπόν, να αποφασίσουν αν θα προχωρήσουν σε ρύθμιση με την τράπεζα ή θα περιμένουν να πωληθούν τα δάνεια στους ξένους και να ακολουθηθεί άλλη διαδικασία. … Aπό τον επόμενο μήνα και τις εποπτικές αρχές -εγχώριες και διεθνείς- να πιέζουν για πιο μαζικές πωλήσεις δανείων, ακόμη και στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο, τα όποια περιθώρια για τους οφειλέτες φαίνεται να στενεύουν επικίνδυνα.”
Στον αντίποδα της ως άνω ειδησεογραφίας, η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ) με το υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου 10.910/29-1-2018 έγγραφό της, ενημέρωσε για τη μέχρι τότε πορεία του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμιση οφειλών των επιχειρήσεων. Τα συμπεράσματα, σε αντίθεση με τις διακηρύξεις των πρώτων ημερών εφαρμογής, δεν είναι τα αναμενόμενα και παράλληλα καθόλου ενθαρρυντικά για την πορεία του από εδώ και πέρα, με κυριότερο παράγοντα εμφαινόμενης αποτυχίας του νομοθετικού αυτού πλαισίου, την απροθυμία (ορθότερα άρνηση) των τραπεζών να συμμετέχουν πραγματικά στη διαδικασία.Εν όψει των stress tests, οι τράπεζες εντείνουν τις προσπάθειές τους για πώληση πακέτων δανείων σε αλλοδαπούς οργανισμούς (αναμένονται πακέτα ύψους 18 δις ευρώ μόνο για το 2018) και παράλληλα προσπαθούν να επιτύχουν την εφαρμογή συστηματικών ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων. Από τα προς πώληση δάνεια, ορισμένα διαθέτουν εξασφαλίσεις (εγγυήσεις, που μάς ενδιαφέρουν εν προκειμένω, αλλά και προσημειώσεις και υποθήκες επί ακινήτων), ενώ μεγάλη μερίδα των πυρόπληκτων δανείων, φέρει την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.
Τα ανωτέρω (ρυθμίσεις και εξωδικαστικός) αφορούν, εν τέλει και κυρίως, στους πρωτοφειλέτες δανειολήπτες δανείων σε καθυστέρηση, στους οποίους ανήκει η πρωτοβουλία να προχωρήσουν σε ρύθμιση ή μη των τραπεζικών τους υποχρεώσεων. Τι γίνεται όμως με τους εγγυητές τέτοιων δανείων; Ποια είναι η θέση αυτών και ποιες δυνατότητες έχουν εν τέλει αυτοί;
Οι εγγυητές ληξιπρόθεσμων δανείων αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία. Σε κάθε μη εξυπηρετούμενο δάνειο αναλογούν πολλαπλάσιοι εγγυητές. Πρόκειται για φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εγγυήθηκαν την ολοσχερή εξόφληση ενός δανείου με την προσωπική τους περιουσία, παραιτούμενοι – κατ’ απαίτηση των δανειστριών τραπεζών – κάθε ένστασης που ορίζει ο Αστικός Κώδικας και υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να τους προστατεύσει.Είναι, όμως, περαιτέρω, τα πρόσωπα που αδυνατούν να διαπραγματευθούν αυτοτελώς όρους ρύθμισης με την πιστώτρια τράπεζα, εάν ο πρωτοφειλέτης αδρανεί. Και είναι αυτοί που θα κληθούν να πληρώσουν με την περιουσία τους, οφειλές εκ πιστώσεων που δεν αξιοποιήσαν οι ίδιοι, αλλά έτερα πρόσωπα, αφού, ναι μεν, η εγγύηση πολλές φορές χορηγείται από πρόσωπα που έχουν άμεση σχέση και υποχρέωση παρακολούθησης της πορείας εξόφλησης μιας οφειλής, όπως ο νόμιμος εκπρόσωπος μιας επιχείρησης ή ο μεγαλομέτοχος αυτής. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που καλείται “να πληρώσει τη νύφη” κάποιος που έπαψε να συνδέεται ή ουδέποτε συνδέονταν ενεργώς με τον πρωτοφειλέτη.
Τι μπορεί να κάνει, όμως, ένας εγγυητής που υπαίτια ή ανυπαίτια έμπλεξε σε σε οφειλές που δημιούργησαν και επωφελήθηκαν άλλοι; Ειδικώς, τι μπορεί να κάνει, όταν το δάνειο για το οποίο εγγυήθηκε, φέρει παράλληλα και την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου;
Αναφορικά δε με τα δάνεια που χορηγήθηκαν σε εκτέλεση της με αριθμ. 2/54310/0025/2007 υπουργικής απόφασης του τότε Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ 1858/Β’/13.9.2007) “Παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου προς τις Τράπεζες για τις ρυθμίσεις οφειλών και τη χορήγηση κεφαλαίων κίνησης των επιχειρήσεων και επαγγελματιών, που είναι εγκατεστημένες και λειτουργούν στους Νομούς Μεσσηνίας, Ηλείας, Αρκαδίας, Λακωνίας, Ευβοίας και στην περιοχή Αιγιαλείας του Νομού Αχαΐας, οι οποίοι Νομοί επλήγησαν από τις πυρκαγιές του έτους 2007”, προκύπτει ότι στο σύνολο των γνωστών περιπτώσεων τέτοιων δανείων, οι τράπεζες αξίωσαν και την παροχή προσωπικών εγγυήσεων τρίτων προσώπων, πέραν της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, και μάλιστα για το σύνολο του δανείου, ήτοι όχι μόνον για το μη καλυπτόμενο από την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου ποσοστού δανείου (80%). Αυτό που θα εξετάσουμε, παρακάτω, είναι, εάν οι ενστάσεις που παρέχονται στους εγγυητές δανείων από το δίκαιο, είναι δυνατόν να τύχουν εφαρμογής εν προκειμένω και να παράσχουν προστασία στον εγγυητή πυρόπληκτου δανείου με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.
Ο εγγυητής μπορεί, εκ πρώτης, να επικαλεστεί ότι η χορηγηθείσα εγγύηση είναι προϊόν πλάνης, απάτης ή απειλής και να ζητήσει δικαστικώς την ακύρωση της σύμβασης εγγυήσεως. Ωστόσο, το σχετικό δικαίωμα αποσβήνεται με την παρέλευση δύο ετών από την επομένη ημέρα της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας πλην της περίπτωσης που η πλάνη, η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά την υπογραφή της σύμβασης εγγύησης. Στην τελευταία περίπτωση, η εν λόγω αποσβεστική προθεσμία των δύο ετών αρχίζει από την επομένη ημέρα από τότε που πέρασε η κατάσταση που ήταν η αιτία της πλάνης ή απάτης ή από την παύση της απειλής.Εξαιρετικά κατατοπιστική, εν προκειμένω, είναι η ΑΠ 1096/2006 (Ζ’ Πολιτικό Τμήμα, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ), όπου αναγνωρίστηκε ύπαρξη πλάνης και ακυρώθηκε σχετικό συμφωνητικό παροχής εγγύησης, στην περίπτωση που η εγγυήτρια υπολάμβανε εσφαλμένα ότι παρείχε “εγγύηση” προς την τράπεζα μόνο με ακίνητα περιουσιακά της στοιχεία προς εξασφάλιση της απαίτησης της τελευταίας κατά του συζύγου της, ότι δηλαδή αναλάμβανε την υποχρέωση να χορηγήσει εμπράγματη ασφάλεια υπέρ της τράπεζας και όχι ότι εγγυάται ατομικά ως αυτοφειλέτης, παραιτούμενη από όλες τις συναφείς ενστάσεις και δικαιώματα των άρθρ. 853 επ. του ΑΚ, ότι θα εξοφλήσει η ίδια την οφειλή του συζύγου της ευθυνόμενη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με αυτόν.
Δεύτερον θα μπορούσε να ισχυριστεί, έχοντας το σχετικό βάρος απόδειξης, ότι η χορηγηθείσα εγγύηση αποτελεί προϊόν καταχρηστικής συμπεριφοράς εκ μέρους της τράπεζας, στην περίπτωση που η δανείστρια τράπεζα γνώριζε την κακή οικονομική κατάσταση του πρωτοφειλέτη και το απέκρυψε από τον εγγυητή. Πράγματι, οι αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών επιβάλουν στην τράπεζα, λόγω και της φύσεως της πιστωτικής σχέσεως ως διαρκούς ενοχικής σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, την υποχρέωση προστασίας εν γένει των συμφερόντων των πελατών της, έτσι ώστε να αποφεύγεται κάθε υπέρμετρα επαχθής συνέπεια, ικανή να επιφέρει βλάβη σε αυτούς.
Τρίτον θα μπορούσε να προβάλει ένσταση ελευθέρωσης του εγγυητή. Η τελευταία, μολονότι αποτελεί ενδοτικό δίκαιο και καταρχήν χωρεί παραίτηση του οφειλέτη από το δικαίωμα προβολής της (όπως άλλωστε υπάρχει σε όλα τα προδιατυπωμένα συμβατικά έγγραφα των τραπεζών) δύναται να προταθεί –ασχέτως προηγηθείσας παραίτησης – όταν η αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους εκ μέρους του πρωτοφειλέτη οφείλεται σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια της τράπεζας. Πότε θα μπορούσε να υπάρχει στην πράξη ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Κάθε περίπτωση θα πρέπει να κριθεί αυτοτελώς.Όλως ενδεικτικά αναφέρουμε την περίπτωση που η τράπεζα επί μακρόν δεν καταδίωξε τον πρωτοφειλέτη με αποτέλεσμα να ματαιωθεί η ικανοποίηση της απαίτησής της από αυτόν, η καθυστέρησή της να εγγράψει πρώτη εμπράγματα βάρη στην περιουσία του πρωτοφειλέτη, πριν αυτός καταστεί αναξιόχρεος, η παράταση προθεσμίας εξόφλησης των οφειλών εν αγνοία του εγγυητή, με αποτέλεσμα την αδυναμία ικανοποίησης από τον πρωτοφειλέτη, η μη έγκαιρη αποδοχή της πρότασης εξόφλησης εκ μέρους του πρωτοφειλέτη και η επιγενόμενη αφερεγγυότητα αυτού, η μη αναγγελία στην πτώχευση του πρωτοφειλέτη ή η μη αναγγελία στον πλειστηριασμό των περιουσιακών στοιχείων του πρωτοφειλέτη, η παραίτηση του δανειστή από τα δικαιώματά του, η αύξηση του πιστωτικού ορίου του πρωτοφειλέτη –που ισόποσα επαυξάνει και την ευθύνη του εγγυητή– μολονότι ο πρώτος είχε περιέλθει ήδη σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, η ανεύθυνη δανειοδότηση του πρωτοφειλέτη με αποτέλεσμα το παθητικό να υπερβεί το ενεργητικό της περιουσίας του, η αδράνεια είσπραξης τοκοχρεολυσίων από την πρωτοφειλέτρια εταιρία όταν τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής εισπράττουν υπέρμετρες αμοιβές και bonus εν γνώσει της τράπεζας κλπ.
Αναφορικά με τα υπό εξέταση πυρόπληκτα δάνεια, με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, θα μπορούσε ευχερώς να ενταχθεί στις περιπτώσεις εκείνες που οδηγούν στην ελευθέρωση του εγγυητή,η περίπτωση της εκ δόλου ή βαριάς αμέλειας της τράπεζας μη κατάπτωση της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, όπως επί παραδείγματι, η εκ μέρους της τράπεζας μη τήρηση των όρων και προϋποθέσεων υπό τις οποίες της χορηγήθηκε η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, η περίπτωση της εξ αρχής μη ορθής υποβολής του φακέλου για την έγκριση της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου από την αρμόδια διεύθυνση Κίνησης Κεφαλαίων, Εγγυήσεων και Δανείων(Δ25) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κλπ. Πράγματι, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 11, παρ. 4 του ν. 2322/1995: “αν από υπαιτιότητα του δανειστή ή πιστωτή δεν συνέτρεχαν ή εκ των υστέρων εξέλειπαν οι προϋποθέσεις χορήγησης της εγγύησης, το Δημόσιο ελευθερώνεται και τυχόν εντολές πληρωμής, λόγω κατάπτωσης της εγγύησης, ανακαλούνται και εκπίπτονται από τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες όπου έχουν βεβαιωθεί τα αντίστοιχα ποσά με μέριμνα της Διεύθυνσης Κίνησης Κεφαλαίων, Εγγυήσεων, Δανείων και Αξιών”. Την ελευθέρωση ή τον περιορισμό της εγγυητικής ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου, επιφέρουν και οι σχετικές γνωμοδοτήσεις του Ν.Σ.Κ., με τις οποίες επιλύονται θέματα ερμηνείας των εφαρμοζομένων διατάξεων [άρθρα 6, παρ. 2 εδ. γ’ του ν. 3086/2002 (ΦΕΚ Α’ 324)], οι οποίες έχουν γίνει αρμοδίως αποδεκτές από τον Υπουργό Οικονομικών ή ειδικά εξουσιοδοτημένο από αυτό όργανο και ως εκ τούτου, έχει καταστεί υποχρεωτική η εφαρμογή τους από τη Διοίκηση.
Σύμφωνα με την με αριθμ. πρωτ. οικ. 2/87270/0025/30.11.2017 εγκύκλιο του Γενικού Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής, Φραγκίσκου Κουτεντάκη, οι συνηθέστεροι λόγοι οι οποίοι συνεπάγονται την ελευθέρωση του Ελληνικού Δημοσίου από την εγγυητική του ευθύνη και κατά την μακρά και αδιάλειπτη υπηρεσιακή πρακτική έχουν αναδειχθεί από την άσκηση του σχετικού ελέγχου, είναι οι εξής:
- Η παρακράτηση από την τράπεζα χρημάτων υπό μορφή ενεχύρου για το σύνολο του ποσού δανείου ή το ανέγγυο από το ΕΔ τμήμα του, σε νέα κεφάλαια κίνησης.
- Μεταβολή στις εμπράγματες ή τις ενοχικές εγγυήσεις του δανείου βάσει των οποίων χορηγήθηκε η εγγύηση του ΕΔ, χωρίς τη συναίνεση/γνώση του εγγυητή ΕΔ.
- Διαφοροποιήσεις όσον αφορά τη διάρκεια του δανείου ή τις δόσεις (δοσολόγιο) σε σχέση με τους όρους που διαλαμβάνονται στην Υπουργική Απόφαση βάσει της οποίας της χορηγήθηκε ή ρυθμίστηκε το εγγυημένο από το ΕΔ δάνειο.
- Αλλαγή έδρας ή εγκατάστασης της επιχείρησης του βιομηχανικού ή μεταποιητικού της χαρακτήρα κατά το χρόνο ισχύος της εγγύησης του ΕΔ.
Με την ως άνω εγκύκλιο, έχουν κληθεί οι τράπεζες να μην υποβάλουν σχετικά αιτήματα κατάπτωσης, καθώς στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η απαλλαγή του ΕΔ από την εγγυητική του ευθύνη.
Τι δικαιώματα έχει, εν προκειμένω, ένας ιδιώτης εγγυητής πυρόπληκτου δανείου με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχει περίπτωση απαλλαγής του Ελληνικού Δημοσίου από την ευθύνη του έναντι της τράπεζας, λόγω κάποιας από τις ως άνω ήδη γνωστές περιπτώσεις ή οποιασδήποτε άλλης; Έχει αυτό επίδραση στην προσωπική του εγγύηση προς την τράπεζα και ιδίως έχει δικαίωμα ελευθέρωσης έναντι αυτής;
Προ της κατάπτωσης της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, η θέση του εγγυητή είναι εν πολλοίς η ίδια με τους εγγυητές κάθε άλλου δανείου, με τις εξής διαφοροποιήσεις: είναι απολύτως αδύνατη, όπως προείπαμε, η οποιαδήποτε αυτοτελής συνεννόηση με την τράπεζα, για προσωπική του απελευθέρωση, λόγω του ότι, αυτόματα αυτό θα σήμαινε απώλεια και της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου για την τράπεζα (βλ. περίπτωση 2 ανωτέρω). Εξ ου και η ρύθμιση αυτών των δανείων, ακόμα και στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, είναι εν πολλοίς από εξαιρετικά δυσχερής έως αδύνατη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την θέση του εγγυητή και τη διατήρηση της δέσμευσής του. Κι αυτό, παρά τη ρητή πρόβλεψητου άρθρου 9, παρ. 7 του ν. 4469/2017, που ορίζει την υπαγωγή των συγκεκριμένων δανείων στον εξωδικαστικό μηχανισμό και μάλιστα προβλέπει ότι η εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου παρακολουθεί τις απαιτήσεις των τραπεζών, όπως αυτές θα ρυθμιστούν στο πλαίσιο του εξωδικαστικού.
Μετά την τυχόν κατάπτωση της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, ο συνεγγυητής ιδιώτης καθίσταται αυτόματα οφειλέτης του Ελληνικού Δημοσίου, για όλο το εύρος της εγγυητικής του ευθύνης και μάλιστα υπό την ιδιαιτέρως επιβαρυντική περίπτωση, ότι ο ίδιος αδυνατεί να υπαγάγει στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών το χρέος του προς το Δημόσιο από την κατάπτωση της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, λόγω του ότι η βεβαίωση της οφειλής του προς το Δημόσιο θα γίνει με ημερομηνία μετά την 31.12.2016 και άρα θα εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 2 του ν. 4469/2017.
Τι συμβαίνει, όμως, στην περίπτωση, που για λόγους που αφορούν στην τράπεζα, όπως οι προαναφερθέντες, χάνεται (δεν είναι δυνατή η κατάπτωση) της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου; Τι συνέπειες έχει αυτό για τον ιδιώτη εγγυητή; Είναι προφανές ότι, στην περίπτωση αυτή, είναι αυτός που θα βρεθεί ως μόνη ασφάλεια έναντι της τράπεζας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Έχει όμως τη δυνατότητα να αξιώσει την απελευθέρωσή του,υπό την προϋπόθεση ότι η απώλεια της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου οφείλεται σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια της τράπεζας. Πότε θα μπορούσε να υπάρχει στην πράξη ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Κάθε περίπτωση θα πρέπει να κριθεί αυτοτελώς. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, άπασες οι περιπτώσεις που έχουν γνωμοδοτηθεί από το ΝΣΚ ως περιπτώσεις απώλειας της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, θα πρέπει να αποδοθούν σε τουλάχιστον βαριά αμέλεια από πλευράς της τράπεζας (αν όχι και σε δόλο των εξαιρετικά πρόθυμων στελεχών της, να παράσχουν χρηματοδοτήσεις με βάση την υπουργική απόφαση για τα πυρόπληκτα, επιτυγχάνοντας και τους στόχους των bonus τους).
Είναι διαφορετικό το θέμα, της περίπτωσης που, το Δημόσιο αποδεχτεί την κατάπτωση της εγγύησής του, παρά την ύπαρξη βάσιμων λόγων για την απόρριψή της, όπως οι προαναφερθέντες, όπου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 859 του Αστικού Κώδικα, ο εγγυητής που ικανοποίησε τον δανειστή στερείται του δικαιώματος της αναγωγής (δηλ. να ζητήσει από τον δανειολήπτη ή τους λοιπούς συνεγγυητές τα χρήματα που κατέβαλε στον δανειστή), αν παρέλειψε να αντιτάξει βάσιμες ενστάσεις του δανειολήπτη που γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει (δηλ. και ενστάσεις που αφορούν το απαιτητό της φερόμενης οφειλής ή το ληξιπρόθεσμο αυτής). Εν προκειμένω, εφόσον ο δανειολήπτης ή ο ιδιώτης εγγυητής καταστήσει γνωστούς στο Δημόσιο τους λόγους βάσιμης άρνησης εξόφλησης του δανείου και εφόσον οι λόγοι αυτοί δεν προβληθούν παραδεκτώς από το Δημόσιο έναντι του πιστωτικού ιδρύματος, τότε ο ιδιώτης εγγυητής θα απαλλάσσεται από τυχόν ευθύνη του έναντι του Δημοσίου.
Εν κατακλείδι, θα πρέπει να εξεταστεί χωριστά η κάθε περίπτωση πυρόπληκτου δανείου και οι συνθήκες χορήγησής του, όπως και οι συνθήκες έγκρισης της εγγύησης του ΕΔ, ώστε να διευκρινιστούν εκ των προτέρων και προ της κατάπτωσης της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου και να ασκηθούν τα τυχόν δικαιώματα των ιδιωτών εγγυητών.
Αθήνα, 13 Μαρτίου 2018
Ο συντάξας τεχνικός σύμβουλος του Επιμελητηρίου Ηλείας
Νικόλαος Δ. Μπάστας
Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω (ΑΜ/ΔΣΑ 20415)
ΜΔΕ Αστικού Δικαίου ΕΚΠΑ
ΜΠΑΣΤΑΣ2 & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ – ΝΟΜΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ
Σόλωνος 54 – 106 72 Αθήνα
τηλ.: 210-3608420 φαξ.: 210-3608430
[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]