Τα πουλιά πηγαίνουν στον Παράδεισο
Έμαθα για το κακό και δεν ήξερα τι να κάνω. Να τηλεφωνήσω στους δικούς του για να συλλυπηθώ; Να ειδοποιήσω και εγώ με τη σειρά μου κοινούς φίλους και γνωστούς ότι έφυγε ένας από καλύτερους και πιο αξιοπρεπείς ανθρώπους που είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε; Να μείνω σπίτι για να πραγματοποιήσω και εγώ με σεβασμό και διακριτικότητα το δικό μου μερίδιο στο συλλογικό μας πένθος; Αφού αποφάσισα ότι κάτι έπρεπε να κάνω τέλος πάντως, μπήκα στ’ αμάξι και η διαδρομή μ’ έβγαλε σε ένα μέρος όπου πέρα από τους νεκρούς, ενίοτε βρίσκουν ειρήνη για λίγο και οι ζωντανοί.
Αυτή η προαιώνια αντίθεση ή καλύτερα, η σχέση μεταξύ ζωής και θανάτου, καθορίζει τα πάντα. Τα πάντα ρει έλεγε ο σοφός Εφέσιος και αυτή ροή δεν θα μπορούσε να μην αφορά και στη συνεχή εναλλαγή της ύπαρξης με την μη ύπαρξη. Κοιτάζεις τον κόσμο από ένα ύψωμα –αλήθεια δεν κατάλαβα ποτέ γιατί φτιάχνουν τα νεκροταφεία σε υψώματα με θέα– και τότε με χτύπησε. Πόσο «ανέμελα» ζουν οι άνθρωποι τις ζωές τους, μέχρι μία νέα απώλεια να τους θυμίσει για λίγο πόσο εφήμερα είναι όλα; Πόσο εφήμεροι είμαστε εμείς οι ίδιοι ως όντα, που δύναται να εκλείψουμε από τη μια στιγμή στην άλλη; Και αυτή η υπενθύμιση κρατά όντως πολύ λίγο αφού είναι ελάχιστα αυτά που δεν μπορεί να ξεπεράσει ο άνθρωπος. Ίσως να μην γίνεται κι αλλιώς. Πώς θα ζούσε άλλωστε άμα στριφογύριζε συνέχεια στο μυαλό του ο θάνατος, μία ιδέα που ούτως ή άλλως την έχει μέσα του από τότε που έρχεται στη ζωή.
Παρόλα αυτά η απώλεια, μεγάλη ή μικρή, παραμένει απώλεια, και για κάποιους είναι πάντοτε μία προσωπική τραγωδία. Σε αυτούς πάει η σκέψη μας τελικά, περισσότερο και από εκείνους που πέταξαν για άλλα μέρη. Γιατί είτε σπουργιτάκι, είτε μεγάλος αετός, τα πουλιά πάνε μόνο στον παράδεισο. Και αυτό είναι μία παρήγορη σκέψη.
Υγ Αφιερωμένο στο σπουργιτάκι που δεν πρόλαβε ν’ αφήσει τη φωλιά και στον αετό που άπλωνε συχνά τα φτερά του, ακόμα και όταν περπατούσε πάνω στη γη.