Τα «ζωντανά» πώς θα ζήσουν…
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”39411″ img_size=”full”][vc_column_text]Τα μόνα πράγματα που αγόραζαν από το εμπόριο ήταν το αλάτι και η ζάχαρη. (Τελευταία τα είχαν μειώσει κι αυτά γιατί δεν κάνουν και καλό στην υγεία). Το λάδι τους και το κρασί τους το είχαν από τις ελιές και τα αμπέλια που καλλιεργούσαν. Το ίδιο και το γάλα τους, το τυρί και το βούτυρο. Δεν τους έλειψαν ποτέ νάναι καλά τα «ζωντανά» τους.
Τα όσπρια άφθονα πάντα στα ράφια της κουζίνας ή τις αποθήκες κοσμούσαν δύο και τρεις φορές την εβδομάδα το τραπέζι τους. Όσο για τα ζαρζαβατικά ούτε λόγος. Τους τροφοδοτούσε και με το παραπάνω ο σπιτικός κήπος με όλα τα καλούδια ανάλογα με τις εποχές.
Να μην μιλήσουμε για τα «χωριάτικα αυγά» που γεννούσαν τα πουλερικά του σπιτιού και που τον χειμώνα μαζί με τα «δικά τους» λουκάνικα σου ‘στρωναν οι νοικοκυρές τραπέζι να γλύφεις τα δάχτυλά σου.
Και το ψωμί, μπουκιά και συχώριο. Ζυμωμένο στο σπίτι και ψημένο σε τεράστια καρβέλια στον ξυλόφουρνο της αυλής. Πανηγύρι κάθε φορά το ψήσιμο. Να μοσχοβολάει ο τόπος. Και κείνα τα τηγανόψωμα με λάδι και ρίγανη ή με μέλι να κολάζουν άγιο. Τσουβάλια η πατάτα, στο φούρνο ή τηγανητές που ήταν η χαρά των παιδιών.
Μήλα, αχλάδια, κεράσια, βύσσινα, ροδάκινα και σύκα να απλώνεις το χέρι και να κόβεις κατευθείαν από τα δέντρα ότι ποθεί η ψυχή σου. Τσάι από το διπλανό βουνό –ποικιλία από τις καλύτερες στον κόσμο-, χαμομήλι και άλλα βότανα που τα αποξέραιναν και τους κρατούσαν συντροφιά όλο το χρόνο. Τα αγαθά του Αβραάμ και του Ισαάκ είχαν. Μέχρι χθες.
Τώρα με τις φωτιές όπου και να κοιτάξεις γύρω σου, κρανίου τόπος. Σκέτη μαυρίλα η φύση όπως και οι ψυχές και καλά αυτοί θα φτωχοπορευθούν. Τα «ζωντανά» τους όμως πώς θα ζήσουν…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]