Ταξιδιώτες τρυπημένοι από βέλη*
(Μικρή ωδή για το λιμάνι Κατακόλου)
Στον τόπο όπου -προσωρινά, δυστυχώς- ζω δεν χρειάζονται ρολόγια. Ο χρόνος μετριέται με ήχους. Νωρίς το πρωί σφυρίζουν τα μεγάλα καράβια μπαίνοντας στο λιμάνι και σε άλλες νότες απαντάει το τρενάκι τρέχοντας δυο φορές τη μέρα πάνω στις ράγες. Το κλαπ κλαπ του αλόγου και το τρίξιμο της ξύλινης άμαξας που βολτάρει τους γελαστούς τουρίστες προαναγγέλλει το μεσημέρι.
Το απόγευμα το καράβι αποχαιρετάει κορνάροντας μακρόσυρτα. Οι γιαγιάδες βγαίνουν στον πρώτο ίσκιο για λακριντί κι οι αυλές ζωντανεύουν αφού οι άνθρωποι τολμούν να ξεμυτίσουν μετά τη μεγάλη ζέστη. Αργότερα, όταν πια τα γέλια των παιδιών πέσουν για ύπνο, μουσικές ταξιδεύουν στο σκοτάδι. Κι όταν οι τελευταίες νότες σβήσουν και τα κορμιά που χόρευαν όλη νύχτα πάνω στην άμμο απομακρυνθούν χορτασμένα, ο ήχος από τα καΐκια που βγαίνουν στα ανοιχτά για ψάρεμα καλημερίζει τους τελευταίους γενναίους της νύχτας.
Εδώ ο χρόνος διαστέλλεται. Θυμίζει τα γεμάτα μυστήριο νησιά που ερωτευτήκαμε πριν βουλιάξουν κάτω από τα στίφη των τουριστών, την απληστία των επιχειρηματιών, τη ληστεία των εφοπλιστών, την ξιπασιά των ραντιέρηδων. Ωστόσο, η οκτάνα, η «παντού και πάντα εν ηδονή ζωή» κατά πως λέει ο Εμπειρίκος, δραπετεύει από τις συντεταγμένες: στον χρόνο είναι πάντα, στον χώρο ανασαίνει παντού.
Είναι καιρός να στεγνώσουμε τα δάκρυα για τους χαμένους παραδείσους – και τα χαμένα μας νιάτα. Και με όση τρέλα μας απομένει να ανακαλύψουμε άλλους τρόπους, να περπατήσουμε άλλους δρόμους, να βγούμε σε άλλες παραλλήλους. Γιατί «νησί» μπορεί να γίνει κάθε τόπος, αρκεί να θυμηθούμε την εντός μας θάλασσα.
* Κανένας στόχος δεν αποσπά / Τον ταξιδιώτη που ‘ναι τρυπημένος από βέλη / Τον ταξιδιώτη που ‘ναι ακούραστος. (Πολ Ελιάρ, 1940 – Το ανοιχτό βιβλίο Ι)