Πες μου πού πουλάν ψυχές
Φυσούσε και ξεφυσούσε τον καπνό μέσα από το στήθος του αλλά οι σκοτούρες δεν έλεγαν να φύγουν. Είναι μία κοινή παρεξήγηση αυτή που γίνεται με το τσιγάρο. Ο περισσότερος κόσμος νομίζει ότι καπνίζοντας θα διώξει λίγο από το άγχος αλλά το άγχος δε φεύγει. Απλώς δημιουργείται μία τοπική αναισθησία από τις ουσίες οι οποίες καταπραΰνουν (με δυσανάλογες συνέπειες είναι η αλήθεια) περισσότερο το σώμα, παρά το πνεύμα. Έτσι κι ο Στέλιος, είχε αρχίσει μόλις να καταλαβαίνει βαθιά μέσα του πώς ακόμα ένα τσιγάρο δε θα έλυνε το πρόβλημα. Είχα αρκετά αλλά το μεγαλύτερο ήταν η ανεργία. Μετρούσε ήδη 18 μήνες χωρίς δουλειά, αν εξαιρέσεις δηλαδή κάτι μεροκάματα του τρόμου που έκανε από εδώ και από εκεί, και πάντα «μαύρα». Μου εξιστορούσε λοιπόν βήμα-βήμα όλη αυτήν την 18μηνη πορεία: τις αιτήσεις που είχε κάνει για το δημόσιο, τα εκατοντάδες βιογραφικά που είχε στείλει σε ιδιωτικές εταιρείες για πάσης φύσεως θέσεις εργασίας, τα μαθήματα αγγλικών και πληροφορικής που είχε παρακολουθήσει προκειμένου να βελτιώσει τις πιθανότητές του, τις ατελείωτες ώρες που είχε φάει στους δρόμους τρέχοντας από εδώ και από εκεί. Και όλα αυτά μόνο με την φρούδα ελπίδα του «μπάς και». Μπας και σκαλώσει κάπου, μπας και γίνει κάτι, μπας και σωθούμε γενικώς. Και βέβαια, παρά τις γνώσεις του (τυγχάνει να είναι διαβασμένος) και τον ακέραιο χαρακτήρα του, ο Στέλιος δεν είχε πρόβλημα να δουλέψει οποιαδήποτε δουλειά, αρκεί να του εξασφάλιζε το νοίκι, τα τσιγάρα του, άντε και ένα πιάτο φαί. «Σκάλες ρε, γίνεται να καθαρίζω;», έλεγε πιέζοντας με δύναμη το τσιγάρο του στο τασάκι. Δεν ήταν από εκείνους που έχαναν εύκολα το κουράγιο τους, αλλά το έβλεπες πως είχε αρχίσει να τον παίρνει από κάτω. Και αυτό που τον θύμωνε περισσότερο ήταν οι αγγελίες που έβλεπε καθημερινά να δημοσιεύονται. Σχεδόν όλες ζητούσαν πωλητές. «Να τους κάνουν τι σε τούτη την κατεστραμμένη χώρα; Τί να πωλήσουν και σε ποιον; Αλλά δεν πουλάς εσύ, κάτι που σου δίνουν. Την καρδιά σου πουλάς. Και την ψυχή σου, για ένα κομμάτι ψωμί».