FOLLOW US: facebook twitter

Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894): Η Ζωή εν Τάφω…

Ημερομηνία: 05-04-2018 | Συντάκτης:
Κατηγορίες: Νέα, Πολιτισμός

Μεγάλη Παρασκευή… Επιτάφιος θρήνος… Ημέρα θρήνου…

 

Η Ζωή εν τάφω

κατετέθης, Χριστέ,

και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,

συγκατάβασιν δοξάξουσαι την σην.

Η ζωή πως θρήσκεις;

πως και τάφο οικείς;

του θανάτου το βασίλειον λύεις σε,

και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς…

 

Ήπειρος: Μεγάλη Παρασκευή, 23 Απριλίου 1894,απόγευμα… Ημέρα θρήνου. Η Ήπειρος θάβει το αγαπημένο της παιδί, τον ‘εθνικό’ ποιητή της Κώστα Κρυστάλλη που το φως έσβησε από τα μάτια του μόλις την προηγούμενη ημέρα, Μεγάλη Πέμπτη 22 του Απρίλη…

Το πατρικό του ποιητή στο Συρράκο.

 

Ο Κώστας Κρυστάλλης γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1868 και ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας Βλάχων, πρωτότοκο παιδί του ευκατάστατου έμπορα Δημητρίου Κρυστάλλη και της Γιαννούλας κόρης του αρχιτσέλιγγα Γάκη Ψαλίδα. Μαρία, Ελένη, Περσεφόνη και Γούλας τα μικρότερα αδέλφια του, ο Κώστας θα περάσει τα πρώτα του παιδικά χρόνια στο χωριό, τόπο παραδεισένιο, χωριό σκαρφαλωμένο στη βουνοκορφή, με τον Άραχθο να κυλά στο βάθος της χαράδρας και απέναντι του και ‘στενά’ συνδεδεμένο μαζί του το διασημότερο και πλουσιότερο των Βλάχικων χωριών,  το χωριό Καλαρρύτες.

Είχε την τύχη – ο Κώστας-,  να είναι ο άρχοντας-βλάχος πατέρας του Δημήτρης Κρυστάλλης σημαντικός παράγων του τόπου και ταυτόχρονα καλλιεργημένο άτομο που έσπρωχνε τον αγαπημένο πρωτότοκο Κώστα στα γράμματα, στην αγάπη για την   πατρίδα  Ελλάδα. Εκεί κάπου χρονολογικά- και  θα χαραχτούν τα νέα σύνορα της χώρας, οι Καλαρρύτες περνούν στην ελεύθερη Ελλάδα, το Συρράκο μένει στους Τούρκους.  Μοιραίο για τον πατέρα του Κώστα γεγονός και για όλους τους Βλάχους της σκλαβωμένης ακόμα Ηπείρου  είναι το γεγονός αυτό και για πατριωτικούς λόγους αλλά και για οικονομικούς, επειδή  κόβει τις συναλλαγές με την υπόλοιπη Ελλάδα, Θεσσαλία κλπ. Μεγάλο το κτύπημα για τον έμπορα πατέρα Κρυστάλλη και αρχή της μη αναστρέψιμης οικονομικής καταστροφής του εμπορικού μαγαζιού του στα Ιωάννινα. Αρχή της οικονομικής του καταστροφής σε σημείο κάποια στιγμή να κλείσει την επιχείρηση και καίτοι άρχοντας και παράγων του τόπου να εργαστεί υπάλληλος για να συντηρήσει τη φαμίλια του….

Κώστα Κρυστάλλη: Αι οδύναι μου

Γιατί με βλέπεις πάντοτε εις σκέψεις βυθισμένον;

Με βλέπεις μελαγχολικόν, ρεμβάν και τεθλιμμένον

και φεύγουσαν με την χαράν, ώ φίλε, καθ’ ημέραν

και γενομένην βαθμηδόν την όψιν μου ωχροτέραν

και τάνθη απεξηραμμένα της νεότητος μου

προώρως, πριν ή θάλλωσι, σβεννύμενον το φώς μου,

το σώμα μου κυρτούμενον, απεσκελεθρωμένον,

και το ευρύ μου μέτωπον κατερρυτιδωμένον.

Και τις οδύνη, μ’ ερωτάς, με καθιστά, φεύ! Ούτω;

Πολλά εις σε εκοίνωσα, μάθε λοιπόν και τούτο.

Δουλεία και Αμάθεια και Μητρυιά, τρείς είναι

αι δηλητηριάσασαι τον βίον μου οδύναι.

Συρράκον, 7 Σεπτεμβρίου 1888.

Δε θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη περιγραφή της εμφάνισης και των αισθημάτων του ποιητή από το δικό του αυτό αυτοβιογραφικό ποίημα στο οποίο ο νεαρός ποιητής μας περιγράφει τον πόνο του, βαθύ πόνο από την κατάσταση που απότομα αλλάζει τη ζωή του. Είναι αγόρι 12 χρονών, ευτυχισμένο στο Αρχοντικό στο Συρράκο με μια μάνα που τον λατρεύει, τον πατέρα να έρχεται κάθε τόσο από τα Ιωάννινα που έχει τα εμπορικά του στο χωριό να τους δει, τελειώνει αριστούχος το δημοτικό, λατρεύει τα βουνά και το χωριό, διαβάζει και γράφει απ’ αυτή την ηλικία, είναι περήφανος για τους αγώνες του πατέρα του απογόνου Βλάχων ηρώων κατά των Τούρκων για την λευτεριά της Ηπείρου, ώσπου…

Είναι δώδεκα χρονών, η μητέρα πεθαίνει από φυματίωση, ασθένεια που την κληρονομούν τα δυο αγόρια της οικογένειας, ο Κώστας και ο Γούλας(Γιώργος). Όλα αλλάζουν, όλα ανατρέπονται, ο πατέρας τον παίρνει μαζί του στα Ιωάννινα να σπουδάσει, ζει μαζί του, ξεκινά το Ελληνικό των Ζωσιμάδων που είναι 4τάξιο. Ο πατέρας θα παντρευτεί ξανά εγκαθιστώντας τη μητρυιά στο σπίτι στο Συρράκο, θα αποκτήσει κι άλλα παιδιά, ο έφηβος Κώστας που ήδη παρουσιάζει τα πρώτα συμπτώματα της ασθένειας του πληγώνετε κατάκαρδα. Αγαπά τον πατέρα, χαίρεται που ζει μαζί του στα Ιωάννινα και δεν διαμαρτύρεται για τις άσχημες οικονομικές συνθήκες διαβίωσης τους . Απεναντίας όταν μετά το Ελληνικό κόβει το σχολείο για λόγους οικονομικούς αλλά και υγείας θα βοηθά τον πατέρα στο εμπορικό του μιας κι έχουν απολυθεί με τη φτώχεια και οι υπάλληλοι. Ξανά στο σχολείο,-1888- καημός του να μάθει γράμματα και καημός του πατέρα, φοιτά στην Α’ Γυμνασίου,  όμως στη Β’ Γυμνασίου όλα σταματούν με το κυνήγι του από τους Τούρκους και το παράνομο φευγιό του στην Ελεύθερη Ελλάδα, στη Αθήνα, αρχές του 1889.

Ιωάννινα. Συρράκο.

 

Εις την στάνην του μπάρμπα μου– Απόσπασμα

-Μπάρμπα Λάμπη, να με πάρεις κι εμένα στα πρόβατα όποτε πας.

-Τι γυρεύεις, μωρέ παιδί μ’ εσύ στα πρόβατα, δεν τρας εδώ στο χωριό τα γράμματα σ’ και τα παιγνίδια σ’ μον’ θελς πρόβατα. Στα πρόβατα είν’ φόβος, είν’ κλέφτες.

Όσες φορές τον φορτωνόμουν για τα πρόβατα, αυτά και άλλα τέτοια μούλεγε και ξαναμούλεγε ο μπάρμπας μου ο Λάμπης Ψαλλίδας, γιός του Γάκη, μεγάλο τσέλιγγα Συρρακιώτου ξαϊκουστού μεσ’ στες κορφές του Πίνδου ως τα χειμαδιά της Λάμαρης και της Πρέβεζας. Τα γιδοπρόβατα του τάχε εκείνην την πέντ’ έξ ώρες μακρυά απ’ το χωριό μας…

Ύστερ’ από χιλιάδες φορές που του φορτώθηκα για τα πρόβατα, τα’ αποφάσισε μια μέρα να με πάρει. Ήμουν κι εγώ χωριατόπουλο σωστό τότες. Εμάθαινα τον Ερημίτην και τον Χριστόφορον στο χαμηλό σχολείο του χωριού μου , όπου εδιαβάζαμε μαζί παιδιά και κοράσια. Άλλον τόπον από το χωριό μου δεν ήξευρα. Όταν εσκόλναγ’ από το σκολειό , παιγνίδια μου ήταν τον χειμώνα τα χιόνια και το καλοκαίρι οι κρυόβρυσες και τα λουλούδια των κουφοβουνιών. Από κει απάνου έβλεπα και τα Γιάννενα, κάποτε, μακρυά, πολύ μακρυά. Κι εφορούσα κι εγώ τες βλαχόκαλτσες και τα κοντά τσιμπούνια του  χωριού μου…

Ο μικρός Κώστας που…

«Ήθελα νάμουν τσέλιγγας, νάμουν κι ένας σκουτέρης,

Να πάω να ζήσω στο μαντρί, στην ερημιά, στα δάσα,

Νάχω κοπάδι πρόβατα, νάχω κοπάδι γίδια

Κι έναν σωρό μαντρόσκυλα, νάχω και βοσκοτόπια,

Το καλοκαίρι στα βουνά και τον χειμώ στους κάμπους…»…

…………………

Και θα του δοθεί… η ευκαιρία αργότερα μετά το Ελληνικό όταν θα διακόψει όπως αναφέραμε τις σπουδές του για λόγους υγείας κυρίως, θα του δοθεί η ευκαιρία να περιοδεύσει στα βουνά του Πίνδου να καταγράψει ήθη και έθιμα, παραδόσεις και θρύλους της Ηπείρου, την ιστορία των Βλάχων… Είναι ακόμα μαθητής, η μόρφωση του όμως περνά κατά πολύ την ηλικία του, αφού ζει με ένα βιβλίο στο χέρι. Κυριολεκτικά, δουλεύει με τον πατέρα, μελετά ασταμάτητα, γυρίζει στα βουνά και κάποια μέρα θα ξαναρχίσει το Γυμνάσιο για να σταματήσει η σχολική του ζωή απότομα με την καταδίωξη του από τις Τούρκικες αρχές , το φευγιό του στην Ελεύθερη Ελλάδα και την Αθήνα…

Αστός, μόνο τσοπάνος δεν ήταν ο Κρυστάλλης, γαλουχημένος με άριστες αξίες και αρχές, περήφανο αγόρι που ήδη με την 2χρονη κυκλοφορία της πρώτης του συλλογής-Σκιαί του Άδου/1887, γραμμένης από το 1876 όταν ο Κ. δεν ήταν ακόμα 20 χρονών!, έχει γίνει δημοφιλέστατος στους σκλαβωμένους και μη Ηπειρώτες που τον θεωρούν εθνικό τους ποιητή προς μεγάλη περηφάνια του πατέρα του, έρχεται στην Αθήνα -καταδικασμένος από το Τούρκικο δικαστήριο σε 20ετή εξορία στη Βαγδάτη-, γεμάτος όνειρα για συνέχιση των σπουδών του, να βρει δουλειά, να πάρει υποτροφία, να πάρει χορηγία από την Κυβέρνηση. Όλες οι πόρτες κλειστές. Θύμα της Τούρκικης βαρβαρότητας διωγμένος από την πατρίδα του, κυνηγά το όνειρο την ποίηση, την επιβίωση…

Δεν ήταν ούτε 18 ετών… Ήδη στα βουνά της σκλαβωμένης Ηπείρου έκανε άριστη δουλειά. Ανήλικος ερασιτέχνης λαογράφος και ιστοριοδίφης που είτε μέσα από τα πεζά και την ποίηση είτε από την αρθρογραφία του το έργο του ανεκτίμητο. Η μελέτη του< Ιστορία των Βλάχων> που περιλαμβάνει κι ο Γ. Βαλέτας στα Άπαντα Κρυστάλλη που κυκλοφόρησε το 1959 αποτελεί ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών.

Σκληρή δουλειά σε τυπογραφείο, σε περιοδικό( Εβδομάδα, το 1891), στους σιδηρόδρομους… Ατέρμονος κύκλος βιοποριστικών δυσκολιών, πενιχρό εισόδημα, μεγάλες αντιξοότητες και κοπιαστικός τρόπος ζωής… Η υγεία του φθείρεται, όμως δεν ζητά βοήθεια από πουθενά… Περήφανος Βλάχος, περήφανος Έλληνας που δεν θα πάρει ούτε την Ελληνική υπηκοότητα-λείπανε κάτι χαρτιά… θα συμμετάσχει 2 φορές στον Φιλαδέλφειο διαγωνισμό Λογοτεχνίας, θα κερδίσει 2 επαίνους, θα … χάσει την υγεία του, ‘φίλοι’ καίνε το μπαούλο με τα γραπτά του για το φόβο της αρρώστιας, φεύγει για Κέρκυρα μήπως γίνει καλά,όμως τον χειροτερεύει το υγρό κλίμα, τελικά φτάνει ετοιμοθάνατος στην Άρτα κοντά στην αγαπημένη του αδελφή Μαρία…

……………..

Σονέτο εξαίρετο γραμμένο από τον ποιητή μόλις το 1888.

Πασχαλινό.

Αυγούλες απριλιάτικες χαράζουν στα βουνά μας,

Αυγούλες χαμογέλαστες, αυγούλες διαμαντένιες.

Και τα λουλούδια ανοίγουνε στους κάμπους, στα βουνά μας,

Και ροβολάνε οι λαγκαδιές καθάριες ασημένιες.

Στες περσυνές των τις φωλιές ήρθαν τα χελιδόνια

Και σχίζουν γύρω μας τρελά το δροσερό τα’ αγέρι.

Όξω στα δάση τα σκιερά λαλούν γλυκά τα’ αηδόνια

Και τα τρυγόνια, οι πέρδικες πετάνε ταίρι-ταίρι.

Να την  προβάλλ’ η Πασχαλιά ξανθή, χρυσοντυμένη,

Και με λουλούδια εδώ κι εκεί χίλια φιλιά σκορπάει.

Όλοι φιλιούνται σήμερα, εχθροί κι αγαπημένοι,

Την έχθρα και το πείσμωμα καθένας λησμονάει,

Έλα και συ, που όμορφη μοιάζεις αυγή τα’ Απρίλη,

Ξανθούλα πεισματάρα μου. Το πείσμα σου λησμόνει,

Και δός μου το γλυκό φιλί στα ροδαλά στο χείλη…

Γελάει καθένας σήμερα, φιλιέται, δεν πεισμώνει.

……….

Απρίλης, άνοιξη… Ο 26χρονος ποιητής καίει στον πυρετό, λιώνει κυριολεκτικά απ’ τους πόνους και δυο μέρες, δυο ολόκληρες μέρες συνέρχεται από τον λήθαργο μόνο για να ρωτήσει την πιστή του Μαρία:

-Ο πατέρας, ήρθε ο πατέρας… Μα πόσο αργεί….

-Όπου να’ ναι Κωστάκη μου έρχεται…

Έφτασε λίγο πριν την κηδεία… Την Μεγάλη Παρασκευή …

Ο Κώστας Κρυστάλλης, πνευματικός αγωνιστής και ιδιαίτερη προσωπικότητα πέθανε ξημερώματα Μεγάλης Πέμπτης 22 του Απρίλη του 1894. Κηδεύτηκε Μεγάλη Παρασκευή αργά το μεσημέρι μετά τον επιτάφιο.

Η ζωή εν τάφω…

<Ο Κρυστάλης δεν είναι ο λαός που βρίσκεται ή που γίνεται ποιητής. Είναι ο ποιητής που βρίσκεται και που γίνεται λαός>. Από την κριτική αποτίμηση

του Κωστή Παλαμά για το έργο του Κ.Κ.

Ένα χρόνο αργότερα απεβίωσε από την ίδια ασθένεια και ο αδελφός του Γούλας δάσκαλος του Συρράκου. ..

Τίτλος: Χαιρετισμός.

Το άγιο χώμα που πατάς

τα δάση που διαβαίνεις,

τα μαύρα μάτια που κοιτάς,

 τα ’αγέρι π’ ανασαίνεις,

τους ποταμούς, τα κρύα νερά,

τα πλάγια τανθισμένα

και τα βουνά μας τα ισκιερά

χαιρέτα κι από μένα.

Κώστας Κρυστάλλης,1883.

Έργα του:

Αι Σκιαί του Άδου/1887- Ο καλόγερος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου/1890-Αγροτικά 1891-Ο τραγουδιστής του βουνού και της Στάνης/1893-Πεζογραφήματα/1894.

Βοηθήματα: Άπαντα Κρυστάλλη/Γ. Βαλέτας/Αθήνα 1959.

Βιογραφίες Νεοελλήνων Συγγραφέων/Μαλλιάρης παιδεία.

Τασσώ Γαΐλα

Αρθρογράφος-Ερευνήτρια


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος