Κοιτώντας κατάματα το παρελθόν
Πρωτοβουλία ιστορικού χαρακτήρα το μουσείο Μπελογιάννη στην Αμαλιάδα
Όσα είδαν και βλέπουν ακόμη το φως για το Μουσείο Μπελογιάννη στη γενέτειρά του Αμαλιάδα έχουν σημαντικό ιστορικό φορτίο.
Πέρα από βραχυπρόθεσμες πολιτικές εντυπώσεις και αντιδράσεις, η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι τα 65χρονα από την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του σηματοδοτούν αφετηρία μιας άρσης των περιορισμών στη συλλογική μνήμη. Αλλά και μια πιο ολοκληρωμένη πρόσληψη της σύγχρονης ιστορίας. Σε επίπεδο όχι μόνο βιβλιοπαραγωγής, μελετών και μαρτυριών, όπως έως τώρα. Αλλά υπό την αιγίδα του πλέον αντιπροσωπευτικού οργάνου, όπως είναι η Βουλή των Ελλήνων. Με την παρουσία της ίδιας της κυβέρνησης.
Αρχίζουν να γράφονται και επισήμως μερικές λευκές σελίδες στη μετεμφυλιακή πορεία του τόπου. Συμπληρώνεται, με τη βούλα και την υπογραφή των κρατικών θεσμών, ένα κεφάλαιο που έμενε παραταξιακό. Οπως χαρακτηριστικά έθεσε το ζήτημα ο πρόεδρος της Βουλής στα εγκαίνια του μουσείου «κοιτάζουμε κατάματα την Ιστορία μας, διδασκόμαστε, εμπνεόμαστε, τιμούμε όσους άφησαν αδρό το αποτύπωμά τους. Εργαζόμαστε για την αποκατάσταση και την ανασύσταση της ιστορικής μνήμης γιατί θεωρούμε πως η προσπάθεια αυτή είναι μια διαχρονική καταξίωση της δημοκρατίας μας». Οι Μπελογιάννηδες δεν είναι κάποιο «ξένο σώμα», κατάσκοποι και προδότες. Ούτε απλώς θύματα του αντικομμουνιστικού κράτους. Ανήκουν στο «εθνικό σώμα». Εγραψαν την ιστορία μαζί με τους αντιπάλους τους. Με σφοδρές συγκρούσεις. Με νικητές και ηττημένους.
Ορισμένοι από τη στιγμή που έγινε γνωστό ότι ο Δήμος Αμαλιάδας, με τη στήριξη της Βουλής, εγκαινιάζει το μουσείο, απευθύνουν ένα αμείλικτο, δήθεν, ερώτημα: είναι δυνατόν καταδικασμένος για κατασκοπεία και εσχάτη προδοσία να τιμάται;
Μια πρώτη απάντηση, μιλώντας γενικά για δίκες σκοπιμότητας, όπως εκείνες οι δύο του Μπελογιάννη το 1951-52, είναι καθ’ όλα καταφατική. Τα παραδείγματα είναι αρκετά. Οπως η καταδίκη και η εκτέλεση των «έξι» το 1922. Πλατείες και δρόμοι είχαν πάρει τα ονόματα των εκτελεσμένων, ενώ πολλές τιμητικές εκδηλώσεις ή δηλώσεις αποκατάστασης κατά καιρούς έχουν γίνει. Ακόμη και στη Βουλή. Πρόσφατα αποκαταστάθηκε και δικαστικώς πλήρως η μνήμη τους με απόφαση του Αρείου Πάγου. Αν και θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τη μεγαλύτερη καταστροφή του νεοελληνικού κράτους.
Το επιχείρημα ότι σε αυτή την περίπτωση υπήρξε αναθεώρηση της δίκης, φυσικά δεν έχει αναδρομική ισχύ. Επιπλέον δεν θα υπάρχει, μάλλον, νομικός, αλλά και απλός πολίτης, που να αμφιβάλλει ότι αν υπήρχε η δυνατότητα να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία αναψηλάφησης για την υπόθεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, η απόφαση περί κατασκοπείας θα ήταν παμψηφεί απαλλακτική. Οπως το ίδιο θα συνέβαινε με μια εκατοντάδα παρόμοιες δίκες μέχρι και τις αρχές του 1960, όταν το καταδικαστικό σκεπτικό ήταν ουσιαστικά ένα: Το ΚΚΕ είναι ξενοκίνητο, άρα τα μέλη του είναι κατάσκοποι.
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη πολύ σχετική υπόθεση. Η γνωστή στη σύγχρονη ιστορία ως «δίκη των αεροπόρων». Μια σκευωρία που ξεκίνησε ενώ εξελισσόταν το 1952 η δεύτερη δίκη Μπελογιάννη στο στρατοδικείο. Με τον περιβόητο κι αυτή νόμο 375 της μεταξικής δικτατορίας «περί κατασκοπείας». Αεροπόροι -θύματα μιας περίτεχνης σκευωρίας των ίδιων σχεδόν κρατικών, παρακρατικών και στρατιωτικών μηχανισμών- καταδικάστηκαν σε θάνατο, ισόβια και βαριές ποινές. Στη συνέχεια αποκαταστάθηκαν, παίρνοντας, μάλιστα, τους στρατιωτικούς βαθμούς τους μετά από τριάντα χρόνια.
Οι δύο υποθέσεις δεν είναι απλώς ομοειδείς. Επιχειρήθηκε να συνδυαστούν τότε. Είναι πολύ γνωστό και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ότι στον Δημήτρη Μπάτση, που εκτελέστηκε μαζί με τους Μπελογιάννη, Καλούμενο και Αργυριάδη, έγινε η «προσφορά» να τις συνδέσει. Να ομολογήσει κάποιου είδους σχέση και επαφή μεταξύ τους, με αντάλλαγμα να σωθεί από το εκτελεστικό απόσπασμα. Δεν υπέκυψε και οι δύο δίκες πήραν παράλληλους δρόμους.
Οι μη δίκαιες δίκες και οι καταδίκες σκοπιμότητας στην πολιτική ιστορία μας ήταν συνηθισμένες. Ιδιαίτερα για πολιτικά αδικήματα, τα οποία κατά βούληση επέσυραν κατηγορίες εσχάτης προδοσίας ή κατασκοπείας. Ολες οι αστικές παρατάξεις έπαιξαν τον ρόλο θύτη ή υπήρξαν θύματα. Οταν αίρονταν οι λόγοι σκοπιμότητας και άλλαζαν οι συνθήκες, καταδικασμένοι με αυτές τις κατηγορίες, σε μεταγενέστερο χρόνο, αναδεικνύονταν βουλευτές, υπουργοί, πρωθυπουργοί, αρχηγοί πολιτικών κομμάτων κ.ά.
ΜΗ ΔΙΚΑΙΕΣ ΔΙΚΕΣ
Συμπερασματικά, αλίμονο αν οι καταδικαστικές αποφάσεις στρατοδικείων θεωρούνταν τεκμήρια αλήθειας. Ειδικότερα με τον νόμο 375, που εξομοίωνε το ΚΚΕ με κατασκοπευτική οργάνωση. Ακόμη και τους «συνοδοιπόρους» ως συνεργούς κατασκόπων.
Πηγή: ethnos.gr