Κείνο που με τρώει…
Στα ίδια μέρη…
Δεν ξέρω πώς, δεν είμαι σίγουρος γιατί, αλλά είναι γεγονός πλέον ότι μετά από αρκετά χρόνια ο Καραγκιόζης, αυτή η εμβληματική μορφή του ελληνισμού και κυρίως του Έλληνα, επανακάμπτει. Δεν ενδιαφέρει αν οι ρίζες της αγαπημένης φιγούρας πολλών μικρών και μεγάλων κρατούν από την Τουρκιά κι αντίστοιχα αν οι Τούρκοι τον διεκδικούν μόνο για δικό τους, λες και μπορείς να βάλεις όρια στην τέχνη. Εξάλλου ο θρύλος λέει ότι ο Σουλτάνος Ορχάν ήταν εκείνος ο οποίος περίπου στα μέσα του 14ου αιώνα διέταξε τον θάνατο του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη. Αιτία ήταν οι διάλογοι των δύο ανδρών που συμμετείχαν στην κατασκευή ενός τζαμιού για τον σουλτάνο, οι οποίοι ήταν τόσο διασκεδαστικοί ώστε οι υπόλοιποι εργάτες σταματούσαν την εργασία τους και τους παρακολουθούσαν, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση των εργασιών.
Κάπως έτσι γεννήθηκε ο Καραγκιόζης (σύμφωνα πάντα με τον θρύλο) από τον Σεΐχ Κιουστερί, που θέλησε έτσι να παρηγορήσει τον Σουλτάνο ο οποίος μετάνιωσε για την ιδιαίτερα σκληρή απόφασή του. Σε κάθε περίπτωση εκείνο που έχει σημασία είναι ότι τόσο στην Τουρκία, όσο και στην Ελλάδα (τουλάχιστον από τις αρχές του 19ου αι και έπειτα), το Θέατρο Σκιών γνώρισε μεγάλη άνθηση και ο Καραγκιόζης έγινε κοινό σύμβολο με διαφορετικές φυσικά προσλαμβάνουσες σε κάθε χώρα, όπως κοινή ήταν και η τεχνική.
Στην Ελλάδα εν έτει 2017 ο Καραγκιόζης είναι ακόμα εδώ, διεκδικώντας μάλιστα με αξιώσεις ένα σημαντικό κομμάτι στον παιδικό ψυχισμό. Βλέπω ηλικιωμένους καραγκιοζοπαίχτες να βουρκώνουν μπροστά στο πηγαίο ενδιαφέρον και τον αυθόρμητο ενθουσιασμό των παιδιών για τις φιγούρες που με τόση χάρη κινούν πάνω στο πανί. Σε μία εποχή που τα περισσότερα παιδικά προγράμματα μοιάζουν με κακέκτυπα τηλεοπτικών σειρών για ενήλικες, χωρίς καμία συνοχή και εκπαιδευτική αξία, γονείς και παιδιά στρέφονται σε μία σταθερή αξία του τόπου, που δίδαξε πολλά πράγματα στον Έλληνα. Πρώτα και κύρια, του έμαθε πώς να ονειρεύεται.
«Κείνο που με τρώει / κείνο που με σώζει / είναι π’ ονειρεύομαι σαν τον καραγκιόζη / Φίλους και εχθρούς / στις φριχτές μου πλάτες / όμορφα να σήκωνα σαν να `ταν επιβάτες»
(Όταν ο Σαββόπουλος ήταν ακόμη Νιόνιος…)