Καράβια που πέφτουν έξω
Στα ίδια μέρη…
Κάποτε, έτσι και αργούσες στο ραντεβού σου με τη λαϊκή, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνεις δουλειά σου. Θα έβρισκες βέβαια πάντα κάτι να ψωνίσεις αλλά το «καλό» εμπόρευμα έφευγε νωρίς. Αυτά, στο μακρινό παρελθόν γιατί εδώ και λίγα χρόνια οι περισσότεροι ξεκινούν δειλά δειλά τις βόλτες από τη μία το μεσημέρι και μετά, προκειμένου να πετύχουν καλύτερες τιμές. Στις δύο πλέον επικρατεί πανικός, γιατί αφενός οι μεν προσπαθούν να σπρώξουν το εμπόρευμα, αφετέρου οι δε τρέχουν να προλάβουν τα ψώνια.
Σε μία λαϊκή λοιπόν σαν όλες τις άλλες, πουλάει κάθε εβδομάδα τα ψάρια του ένας από πιο ντόμπρους ψαράδες (καθότι διαθέτει καί δικό του σκάφος) που μπορείς να συναντήσεις, ειδικά στις υπαίθριες αγορές. Από μακριά φαινόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά, αφού ο άνθρωπός μας είχε κατεβασμένα μούτρα και δεν πολυμιλούσε στους πελάτες, πράγμα αδιανόητο για οποιονδήποτε άνθρωπο της αγοράς. Με περίσσια άγνοια κινδύνου πήγα από πίσω του και τον ρώτησα σε ελαφρώς πειρακτικό τόνο: «Τι έγινε ρε κουμπάρε, πέσαν έξω τα καράβια σου; Τι το ήθελα το χιούμορ και μάλιστα προτού προλάβω να παρατηρήσω ότι τα περισσότερα ψάρια είχαν μείνει στον πάγο; Βάζει τότε κάτι φωνές που αντήχησαν σε κάθε πάγκο. Έξαλλος (ευτυχώς όχι με την αφεντιά μου) και με το δίκιο του, όπως αποδείχθηκε.
Του κουβαλήθηκαν από το υπουργείο και του απαγόρευσαν να καθαρίζει τα ψάρια γιατί τάχα ήταν παράνομο. Μάλιστα οι εγγυητές της νομιμότητας παρέμειναν στη λαϊκή για αρκετές ώρες και μόνο όταν έφυγαν άρχισε, ξανά ο κόσμος να αγοράζει ψάρια. Στο μεταξύ όμως η ζημιά είχε γίνει γιατί όσο κράτησε αυτή η φάρσα, κανένας δε το συζητούσε να αγοράσει ψάρια ακαθάριστα. Έβριζε τα υπουργεία, έβριζε τον έναν, έβριζε τον άλλον. Πώς όμως να μην αγανακτεί; Αντί να βοηθήσουν την εγχώρια οικονομία να σταθεί στα πόδια της, της βάζουν την μια τρικλοποδιά μετά την άλλη. Και αντίστοιχα, ο ένας μετά τον άλλον από όλους εκείνους οι οποίοι συναποτελούν την ραχοκοκαλιά της αγοράς, πέφτουν. Συχνά δεν ξανασηκώνονται ποτέ.