Κάτω στα «ντοματάδικα»
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”38124″ img_size=”full”][vc_column_text]Στα ίδια μέρη…
Δεκαετία του 60΄ στον ηλειακό κάμπο, κοντά στα σύνορα με την Αχαΐα.
«Το καλοκαίρι για εμάς τα αγροτόπαιδα δεν ήταν ποτέ ξέγνοιαστο, ούτε είχαμε χρόνο για πολύ ξεκούραση. Εκείνη την εποχή, όλοι έπρεπε να βοηθούν τον πατέρα για να βγει το μεροκάματο. Όσο περισσότερα παιδιά, τόσο μεγαλύτερη ανάγκη. Από τα τέσσερα παιδιά, μόνο η μικρούλα αδερφή μας η Μορφούλα, Θεός σχωρέσ΄ την, την είχε σκαπουλάρει. Ήτανε το καμάρι μας και όλοι την προσέχαμε σαν τα μάτια μας, αλλά από αλλού μας βρήκε το κακό.
Τέλος πάντω, εκείνο τον καιρό το σχολειό δεν ήταν υποχρεωτικό όπως σήμερα, αλλά ο πατέρας μου επέμενε να πηγαίνουμε όλοι κανονικά και όχι μόνο να πηγαίνουμε, αλλά να διαπρέπουμε κιόλας. Μπορείς να πεις ότι στο τέλος όλοι κάπου διαπρέψαμε, όχι όμως επειδή τρελαινόμασταν για τα μαθήματα. Περισσότερο θέλαμε να πηγαίνουμε και να γίνουμε κάτι επειδή είχαμε δει ποια ήταν η ζωή στο χωράφι. Ειδικά το καλοκαίρι, μας έβγαινε η πίστη. Παρακαλούσαμε να έρθει ο Σεπτέμβρης να λυτρωθούμε απ’ αυτό το βάσανο. Όχι τίποτ’ άλλο, ανταγωνιζόμαστε ο ένας τον άλλον ποιος θα κάνει πιο γρήγορα για να ικανοποιήσουμε περισσότερο τον πατέρα.
Θυμάμαι, μεσημέρια ολόκληρα κάτω από τον ήλιο να γεμίζουμε το ένα τελάρο μετά το άλλο με ντομάτες. Είχαμε μάλιστα ονομάσει εκείνη την περιοχή ΄΄ντοματάδικα΄΄. Κάθε μέρα λοιπόν που τελειώναμε, βουτάγαμε πέντ’ έξι ντομάτες μαζί με φρέσκο ψωμί και λίγο λαδάκι που είχαμε μαζί μας από το πρωί, και κατεβαίναμε λίγο πιο πέρα σ’ ένα παραπόταμο που είχε σκιά. Μόλις δροσιζόμασταν, στρώναμε χάμω ένα πανί και τρώγαμε.
Ήταν τα πιο ωραία γεύματα που έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου και τελευταία που το σκέφτομαι, αυτά ήταν μάλλον και τα πιο ΄΄γεμάτα΄΄ χρόνια της ζωής μου. Περνούσαμε δύσκολα και σίγουρα δεν μας συγκινούσε ιδιαίτερα η ζωή του αγρότη, αλλά μόλις βάζαμε να φάμε δίπλα στο ποταμάκι, βρίσκαμε για λίγο τον δικό μας παράδεισο».[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]