Θέματα φορολογίας που μας κέντρισαν το ενδιαφέρον
του Αλεξίου Νταουλάρη
(Αντ/δρος Δ.Σ. Stirixis, μέλος Δ.Σ. Ένωσης Λογιστών Φοροτεχνικών Ν. Ηλείας)
Το Διοικητικό Εφετείο Aθηνών, με την υπ’ αρ. 3820/2016 απόφασή του έκρινε ότι:
Παραγεγραμμένες είναι οι χρήσεις από 2000 έως και 2007, στο πλαίσιο ελέγχου φορολογουμένου για τη «λίστα Λαγκάρντ», ο οποίος ολοκληρώθηκε εντός του 2015. Πρόκειται για μία απόφαση η οποία, εφόσον δεν αναιρεθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ανατρέπει άρδην το έως σήμερα διαμορφωμένο πλαίσιο περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει φόρους. Η Απόφαση αναφέρεται τόσο στο ζήτημα της κατ’ εξαίρεση δεκαετούς παραγραφής, όσο και στην διαδοχική παράταση της πενταετούς παραγραφής.
Τι ισχύει με την παραγραφή ελεγχόμενων χρήσεων και τις παρατάσεις αυτών
Η δεκαετής παραγραφή για χρήσεις μέχρι και το 2006 ισχύει μόνο εφόσον είχε προηγηθεί έλεγχος εντός της πενταετίας και κατόπιν προέκυψαν συμπληρωματικά στοιχεία.
Για τις χρήσεις μετά το 2006, οπότε άλλαξε η νομοθεσία, αρκεί η απόδειξη ύπαρξης συμπληρωματικών στοιχείων από την φορολογική αρχή, ανεξάρτητα από το κατά πόσο είχε προηγηθεί ο έλεγχος εντός της αρχικής προθεσμίας παραγραφής (πενταετία).
Οι πρωτογενείς καταθέσεις σε ελληνικές τράπεζες, δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία. Αντίθετα έγινε δεκτό ότι υφίστατο δυνατότητα της φορολογικής αρχής να ζητεί από κάθε ημεδαπό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα πληροφορίες για τις τραπεζικές καταθέσεις του φορολογουμένου, αίροντας το τραπεζικό απόρρητο, εντός της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής. Για τον λόγο αυτό, τα στοιχεία τραπεζικών καταθέσεων στην Ελλάδα δεν μπορούν να θεωρηθούν συμπληρωματικά φορολογικά στοιχεία που να δικαιολογούν την έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ή την παράταση της παραγραφής.
Η παράταση της πενταετούς παραγραφής, η οποία κατά πάγια πρακτική λάμβανε χώρα στο τέλος κάθε έτους, κρίθηκε ότι αφορούσε μόνο τις παραγραφές που έληγαν πρωτογενώς και όχι κατά (διαδοχική) παράταση. Αντίθετη ερμηνεία θα ήταν αντισυνταγματική, διότι θα παραβίαζε την αρχή της ασφάλειας δικαίου, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου.
Παρατείνονται και πάλι κατά ένα έτος οι προθεσμίες παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρου, τέλους, εισφοράς ή προστίμου που λήγουν την 31.12.2016. Η νέα παράταση, που δόθηκε πρόσφατα, καταλαμβάνει υποθέσεις για τις οποίες έχουν ήδη εκδοθεί ή θα εκδοθούν μέχρι 31.12.2016 εισαγγελικές παραγγελίες, εντολές ελέγχου, ή εντολές και αιτήματα διερεύνησης από δικαστική, φορολογική ή άλλη ελεγκτική αρχή.
Σύμφωνα με στοιχεία από τις φορολογικές αρχές που παραθέτει ο ΣΕΒ στο πρόσφατο εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία αναφορικά με τη φορολογία φυσικών προσώπων έτους 2015 προκύπτουν τα εξής:
- το 67% των φορολογουμένων φυσικών προσώπων (δηλαδή 5,7 εκατ. επί συνόλου 8,5 εκατ.) δηλώνουν ετησίως εισοδήματα κατώτερα των €10.000.Το μέσο ετήσιο δηλωθέν εισόδημα σε αυτήν την κατηγορία ανήλθε το 2015 σε περίπου €3.000 (€ 255 ανά μήνα), ενώ ο μέσος ετήσιος φόρος σε μόλις €114. Το σύνολο των φόρων που πληρώθηκαν ανήλθε σε €602 εκατ.
- μόνο το 33% (δηλαδή 2,8 εκατ.) δηλώνουν ετησίως εισοδήματα άνω των €10.000. Το μέσο δηλωθέν εισόδημα σε αυτήν την κατηγορία ανήλθε το 2015 σε περίπου €20.000, ενώ ο μέσος ετήσιος φόρος που πληρώθηκε σε €2.900. Το σύνολο των φόρων που πληρώθηκαν από αυτήν την κατηγορία ανήλθε σε €8 δις.
- το 58% των ελευθέρων επαγγελματιών (δηλαδή 287.000 επί συνόλου περίπου 500.000) δηλώνουν ετησίως εισοδήματα κάτω των €5.000. Το μέσο δηλωθέν εισόδημα σε αυτήν την κατηγορία, είναι €840.
Φυσικό ή νομικό πρόσωπο με κατοικία σε μη συνεργάσιμο κράτος ή κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς
Πληρωμές προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο με κατοικία εντός μη συνεργάσιμου κράτους ή κράτους με προνομιακό φορολογικό καθεστώς δεν αποτελούν δαπάνες εκπιπτόμενες από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει ότι αφορούν πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές που δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη φοροαποφυγή ή φοροδιαφυγή.
Αντιθέτως, αναγνωρίζονται κατ’ αρχήν δαπάνες για παροχή υπηρεσίας ή αγορά αγαθού από επιχείρηση με κατοικία εντός κράτους με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, εφόσον το κράτος αυτό βρίσκεται εντός Ε.Ε. ή Ε.Ο.Χ. και υπάρχει η νομική βάση για την ανταλλαγή πληροφοριών με το κράτος αυτό. Μόνο σε περίπτωση αμφισβήτησης διενεργείται φορολογικός έλεγχος για να διαπιστωθεί εάν οι σχετικές δαπάνες ανταποκρίνονται ή όχι σε πραγματικές συναλλαγές.
Προκειμένου ο φορολογικός έλεγχος να στοιχειοθετήσει ότι οι παραπάνω συναλλαγές είναι συνήθεις και πραγματικές λαμβάνει ενδεικτικά υπόψη στοιχεία όπως, την ύπαρξη εμπορικής συμφωνίας, τυχόν τιμολόγια και τραπεζικά εμβάσματα, έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει γίνει πραγματική μεταφορά και λήψη των αγαθών ή παροχή της υπηρεσίας, όπως τελωνειακά έγγραφα, φορτωτικές κ.α. Πέραν των ανωτέρω, εξετάζεται η ύπαρξη φυσικής υπόστασης της αλλοδαπής εταιρείας και η άσκηση ουσιαστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας στην αλλοδαπή.
Λήψη μέτρων σε περίπτωση υπόνοιας καταδολίευσης (άρθρο 49 παρ. 3 του Κ.Φ.Δ.)
Η φορολογική διοίκηση έχει τη δυνατότητα να στραφεί κατά φορολογούμενου εφόσον διαπιστωθεί ότι αυτός προέβη σε μεταβίβαση των περιουσιακών του στοιχείων προς τρίτους (όπως ενδεικτικά μέσω πώλησης, γονικής παροχής ή δωρεάς), προκειμένου να αποφύγει την κατάσχεση από το Δημόσιο (αγωγή διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης). Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει οι φορολογικές αρχές να αναζητούν στοιχεία που θεμελιώνουν την πρόθεση του φορολογουμένου, καθώς και τη γνώση του τρίτου που αποκτά κατά τη στιγμή της μεταβίβασης. Μετά την τελεσιδικία της απόφασης επί της παραπάνω αγωγής, η φορολογική διοίκηση μπορεί να επιβάλλει κατάσχεση στα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία σαν να εξακολουθούν να ανήκουν στην περιουσία του οφειλέτη και να μην είχαν εξέλθει ποτέ από αυτήν (ΠΟΛ 1192/2016).