«Η υπέροχη γλώσσα – 9 λόγοι για να αγαπήσεις τα Αρχαία Ελληνικά»
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”56218″ img_size=”full”][vc_column_text]Επιχειρήματα για την αξία της Αρχαίας Ελληνικής με αφορμή την έκδοση του ομότιτλου βιβλίου της AndreaMarcolongo (εκδ. Πατάκης)
Η AndreaMarcolongo, Ιταλίδα ελληνίστρια με κλασσικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου και αγάπη στα Αρχαία Ελληνικά, έχει ταξιδέψει πολύ και έχει ζήσει σε πολλές πόλεις. Ειδικεύτηκε στη μυθοπλασία, εργάστηκε ως σύμβουλος επικοινωνίας για πολιτικούς και εταιρείες, αλλά η κατανόηση της ελληνικής γλώσσας υπήρξε το μεγάλο ερωτηματικό στη ζωή της. Σ’ αυτήν αφιέρωσε «πολλές νύχτες αγρύπνιας», όπως διαβάσαμε στο βιογραφικό της
Η ίδια στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσηςσημειώνει πως το βιβλίο «αποδεικνύει αυτό που πάντοτε πίστευα από τότε που ερωτεύτηκα τα ελληνικά και τα έκανα πυξίδα της καθημερινής ζωής μου: δεν υπάρχουν νεκρές ή ζώσες γλώσσες, υπάρχουν γλώσσες καρποφόρες, τόσο γόνιμες όσο η ελληνική, που να γίνονται κομμάτι της δικής σας μητρικής γλώσσας, τόσο ισχυρές, ώστε να γίνονται κομμάτι του εαυτού σας».
Στην εισαγωγή, για να δείξει την επαφή όλων των ανθρώπων με τα Αρχαία Ελληνικά, λέει πως όλοι μας συναντηθήκαμε κάποτε με τους Έλληνες: στα θρανία, στα αρχαία θέατρα, στα αρχαιολογικά μουσεία. Στο μυαλό των Ευρωπαίων έχει εντυπωθεί το εξής:«ό,τι ωραίο και ανυπέρβλητο ειπώθηκε ή έγινε στον κόσμο, το είπαν ή το έκανανγια πρώτη φορά οι Έλληνες».
Το βιβλίο δεν είναι μια συμβατική γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσας αλλά μια λογοτεχνική αφήγηση κάποιων ιδιαιτεροτήτων μιας εκπληκτικής και κομψής γλώσσας. «Το να γράψω ένα βιβλίο αφιερωμένο στα αρχαία ελληνικά ήταν για μέναμια εκπληκτική ανθρώπινη εμπειρία. Ήταν σα να ανακτούσα το νόημα των ελληνικών λέξεων που είχαν γραφτεί πάνω σ’ έναν πίνακα χίλια χρόνια πριν και με το τέλος του μαθήματος σβήστηκαν» γράφει η συγγραφέας.
Η A. Marcolongoπροσεγγίζει τη φιλοσοφία και τα νοήματα πίσω από τη δομή της ελληνικής γλώσσας.Προσπαθεί να την αποκωδικοποιήσει και να την κάνει προσιτή στον αναγνώστη. Διάβασε πάλι τα ελληνικά, δίδαξε σε μικρά παιδιά, γέλασε με ενήλικες φίλους της που είχαν δυσκολευτεί με την ελληνική γλώσσα στο σχολείο και μίλησε για τις «παραξενιές» των Αρχαίων Ελληνικών. Το απίστευτο είναι ότι στο τέλος όλοι την κατάλαβαν και συνεννοήθηκαν μαζί της πάρα πολύ καλά.
Η συγγραφέας χωρίζει το βιβλίο σε 7 ενότητες: στην πρώτη αναλύει τη σχέση των Αρχαίων Ελλήνων με το χρόνο, την τάση τους να επικεντρώνονται στο πώς και στην εντύπωση των πράξεων, όχι στο πότε. Οι χρόνοι της αρχαίας ελληνικής είναι η «όψη» και καθένας είχε τη σημασία του. Μιλάει για τα 3 διακριτά θέματα του ρήματος και τονίζει πως «με περισσότερηακρίβεια και ειλικρίνεια τίποτα δε λεγόταν έτσι για να ειπωθεί ούτε γινόταν έτσι για να γίνει».
Η δεύτερη ενότητα πραγματεύεται ζητήματα προφοράς της γλώσσας και σημασίας τόνων και πνευμάτων. Αποφαίνεται πως ο τόνος δεν είχε σκοπό να προσδώσει έμφαση στη λέξη αλλά μουσικότητα, ενώ η επιλογή βραχέων και μακρών συλλαβών στόχευε να διατηρήσει το ρυθμό της γλώσσας, γεγονός που αποδεικνύει και η ελληνική μουσική. Στο σύνολό του αυτό το ρυθμικό και μουσικό σύστημα της ελληνικής γλώσσας ήταν συμπαγές και διατηρήθηκε δεκάδες αιώνες. Κι αυτό γιατί, παρότι για μας σήμερα είναι απρόσιτη, η προφορά της ελληνικής ήταν σαφής στους Έλληνες, αφού όλες οι συλλαβές ήταν τακτικές και διακριτές έχοντας μάθει τους νόμους που διέπουν τον τονισμό τους.
Στην τρίτη ενότητα αναλύονται τα γένη (ως μέσο προσδιορισμού των έμψυχων και άψυχων όντων) και οι αριθμοί. Αναφέρει γιατί υπάρχουν ουσιαστικά που ανήκουν στο αρσενικό ή το θηλυκό γένος, ενώ δίνει έμφαση και στη χρήση του ουδετέρου γένους. Η συγγραφέας στέκεται στο δυικό αριθμό του «εγώ, εμείς οι δύο, εμείς». Υποστηρίζει πως ο δυικός αριθμός εξέφραζε μια διπλή οντότητα, «ένα συν ένα ίσον ένα, αποτελούμενο από δύο πρόσωπα ή πράγματα» δεμένα μεταξύ τους μ’ έναν εσωτερικό δεσμό. Γράφει: «Ο δυικός είναι ο αριθμός της συμφωνίας, της συναίνεσης, του ζεύγους από τη φύση του ή του ζευγαρώματος από επιλογή. Έχει νόημα μόνο επειδή τα Αρχαία Ελληνικά ένιωθαν την ανάγκη να εκφράσουν γλωσσικά κάτι παραπάνω από έναν μαθηματικό αριθμό, κάτι που εμείς σήμερα έχουμε χάσει αφοσιωμένοι στο να μετράμε γλωσσικά με το αριθμητήριο της ζωής ανά χείρας: το νόημα των σχέσεων μεταξύ πραγμάτων και πλασμάτων».
Στην επόμενη ενότητα η συγγραφέας πραγματεύεται τη χρήση των πτώσεων και τη συμμετοχή τους στο συντακτικό ρόλο των λέξεων.Επισημαίνει πως το σύστημα των πτώσεων ήταν επιλογή απλότητας και σαφήνειας για τους Έλληνες, που από τη λήγουσα αντιλαμβάνονταν το ρόλο και το νόημα μιας λέξης στο πλαίσιο της πρότασης. Καμία γλώσσα από αυτές που προέρχονται από την ινδοευρωπαϊκή δεν επέλεξε να ελαττώσει πτώσεις, να «συνθέσει» τόσο πολύ όσο η ελληνική. Και εξηγεί:«Ποτέ μια καθορισμένη σειρά δε χρησιμεύειστο να εκφράσει μια συντακτική λειτουργία: κάθε ελληνική λέξη που διαβάζουμε σήμερα στα κείμενα βρίσκεται ακριβώς εκεί-κι όχι αλλού-λόγω της συγκεκριμένης εκφραστικής βούλησης του συγγραφέα. Μιας εντελώς προσωπικής βούλησης και μιας απολύτως ανεπανάληπτης επιλογής. Κι αυτό συμβαίνει ακριβώς λόγω του μοναδικού τρόπου με τον οποίο η ελληνική γλώσσα εφαρμόζει το σύστημα των πτώσεών της. Μια τακτική αναρχία των λέξεων».
Στην πέμπτη ενότητα η συγγραφέας μάςσυστήνει ξανά τις εγκλίσεις: «στην αρχαίαελληνική μόνο αυτός που ομιλεί αξιολογεί τη ζωή και δίνει σ’ αυτήν ένα μέγεθος επιλέγοντας ελεύθερα τη ρηματική έγκλιση με την οποία θα την παρουσιάσει στον εαυτό του και τους άλλους. Αληθινή ζωή, συγκεκριμένη, αντικειμενική ή ενδεχόμενη, υποκειμενική». Ιδιαίτερα για την ευκτική η συγγραφέας υπογραμμίζει: «η ευκτική είναιη έγκλιση που επιτρέπει στους Έλληνες συγγραφείς να συγκεκριμενοποιήσουν πολύ λεπτές απόψεις, όλο το χρωματικό φάσμα των επιλογών του ανθρώπου, μια έγκλιση μοναδική σε όλες τις γλώσσες του κόσμου».
Στις δύο τελευταίες ενότητες αναλύεται ο τρόπος που θα πρέπει να προσεγγίσει κάποιος μεταφραστικά την Αρχαία Ελληνική και υπάρχει μια αναδρομή στην εξέλιξη των γλωσσών από την ινδοευρωπαϊκή έως τη Νέα Ελληνική. Για τη διαδικασία της μετάφρασης-ανάμεσα σε άλλα- η συγγραφέας διευκρινίζει: «βαθύτερος στόχος τηςμετάφρασης είναι να οδηγήσει το νόημα πέρα από το γλωσσικό εμπόδιο του σημαίνοντος. Μια μετάφραση δε θα είναι ποτέ το αρχικό έργο αλλά μια πορεία προς το αρχικό του νόημα. Το αποτέλεσμα θα είναι μια συνάντηση, όπως κάποιος που πέφτει πάνω σ’ ένα άλλο πρόσωπο που ήταν μακριά κι όμως αμέσως έρχεται κοντά».
Ολοκληρώνοντας, δανειζόμαστε μερικές ακόμη σκέψεις της συγγραφέως για την αξία της Αρχαίας Ελληνικής: «Σίγουρα, αν έχεις σπουδάσει αρχαία ελληνικά, αποκτάς και κάποιον ιδιαίτερο τρόπο να μιλάς, να γράφεις ή να σκέφτεσαι. Ακόμα κι αν δεν την έχουμε αγαπήσει στα σχολικά θρανία, αυτή η γλώσσα θα μείνει πάντα δική μας, μέσα μας και θα έρχεται στην επιφάνεια με ποικίλους τρόπους και σε περιστάσεις αιφνίδιες και απροσδόκητες. Μελετώντας αυτή τη γλώσσα από μικροί είδαμε να ωριμάζει μέσα μας μια ικανότητα για τα ανθρώπινα, που κανένα άλλο σχολείο δε θα μπορεί να μας χαρίσει».
Γιώργος Αγγελόπουλος, φιλόλογος του 3ου Γυμνασίου Πύργου [/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]