Ε σύντροφε!
Μου διάβαζε με περίσσιο πάθος τις σημειώσεις του για το επικείμενο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Ομολογουμένως δεν περίμενα να βγούμε για ουζάκι μετά από τόσο καιρό που είχαμε να βρεθούμε και να περάσουμε την ώρα μας με ασκήσεις πολιτικής γυμναστικής. Νόμιζα ότι τα είχαμε ξεπεράσει αυτά, από την εποχή που ήμασταν και οι δύο μουσοφόροι φοιτητές. Υπήρξε βέβαια και μία περίοδος που ζήσαμε και πάλι ένδοξες στιγμές, όπως τόσοι και τόσοι, στην άνοιξη του ΣΥΡΙΖΑ. Η άνοιξη όμως τελείωσε νωρίς, τότε που η Αριστερά υπέγραψε μνημόνιο και ήρθαν όλα τούμπα. Δικαιολογημένα ή όχι, αναγκαστικά ή σκόπιμα δεν ενδιαφέρει. Όπως σε έναν φόνο, αυτό που μετράει κυρίως είναι η κατάληξη, είτε είναι από ατύχημα, είτε εκ προθέσεως, που λένε. Ψιλά γράμματα όλα αυτά για τον Τζιμάκο, ο οποίος είχε προσαρμοστεί άριστα στη νέα πραγματικότητα. Προετοιμαζόταν ακάθεκτος για την ομιλία του στο συνέδριο του κόμματος και το μόνο που τον προβλημάτιζε είναι τι θα πει, πώς θα το πει, τι θα κρατήσει, τι θα αφήσει και πώς θα διαμόρφωνε σε ενιαίο συνεκτικό σώμα, το οποίο να έχει φυσική ροή και να βγάζει νόημα, αυτό το χάος των επιμέρους σημειώσεων και ειδικότερων τοποθετήσεων. Οφείλω πάντως να παραδεχθώ την αφοσίωσή του, πράγμα το οποίο σε συνδυασμό με τον αταλάντευτο χαρακτήρα του, με έκαναν να τον σέβομαι απεριόριστα ως άνθρωπο και να τον αγαπώ ως φίλο γι’ αυτό που είναι. Σε αντίθεση με διάφορους συντρόφους, ο Τζιμάκος δεν είχε κάνει ποτέ χρήση των προνομίων ή των διασυνδέσεων που προσφέρει η έντονη δραστηριότητα στο πολιτικό γίγνεσθαι. Ακόμα κι όταν για κάποια χρόνια είχε αποτραβηχτεί από τις επάλξεις, συμμετείχε σε μικρές κινήσεις και πρωτοβουλίες πολιτών που προήγαν το κοινό καλό. Γι’ αυτό τώρα μου ήταν πολύ δύσκολο να του ασκήσω κριτική. Να τον ρωτήσω στα ίσα: «τι λες ρε Τζιμάκο; Τα πιστεύεις αυτά που λες;». Δυστυχώς ήταν πεπεισμένος για ορισμένα πράγματα και μία τέτοια αντιπαράθεση δε θα πρόσφερε σε κανέναν μας τίποτε εκτός από αχρείαστη συναισθηματική φόρτιση. Τον άκουσα λοιπόν με προσοχή και αρκέστηκα σε λιγοστές, τεχνικού τύπου παρατηρήσεις, οι οποίες αφενός τον βοηθούσαν στο έργο του, αφετέρου αποδείκνυαν έμπρακτα την αμείωτη προσήλωσή μου στα λόγια του. Ο ίδιος βέβαια κατάλαβε μάλλον τη στάση μου και επέδειξε την ίδια διακριτικότητα. Αφού είχαμε πλέον χαιρετηθεί, γύρισα το κεφάλι μου και φώναξα δυνατά, ώστε να μ’ ακούσει η αγορά: Ε σύντροφε! Καλή επιτυχία! Γέλασε δυνατά, αφήνοντάς με να σκέφτομαι τι θα γινόταν αν υπήρχαν περισσότεροι σαν κι αυτόν.