Ελιξίριο ζωής…
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”37652″ img_size=”full”][vc_column_text]Μπήκε πρωί- πρωί στο γραφείο -η «ζωή» στην εφημερίδα δεν είχε ξεκινήσει ακόμα- και με πλησίασε με αργά δειλά βήματα. Θύμιζε «από μια ώρα μακριά» βουνίσια φιγούρα. Πρόσωπο σκληρό σημαδεμένο από ρυτίδες, ξερακιανός, ντυμένος με ένα χοντρό πουκάμισο ταλαιπωρημένο παντελόνι κι ένα ψάθινο μισοχαλασμένο καπέλο. Κρατούσε ένα κοφίνι γεμάτο με πλαστικά σακουλάκια δεμένα πρόχειρα με ένα κομμάτι σκοινί.
«Καλώς τον παππού. Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει;» τον χαιρέτησα
«Έχω θαυματουργά βότανα» -μπήκε κατευθείαν στο λόγο της επίσκεψης, προτάσσοντας τα καλούδια που έκρυβε το κοφίνι του.-
Είχε κουβαλήσει όλο το βουνό στη πόλη. Ένα χαρτόνι εξηγούσε τι ήταν το καθένα και σε τι βοηθούσε. Μάραθος για το αδυνάτισμα, τσουκνίδα για την ατονία, μαντζουράνα για την αμνησία, ευκάλυπτο και θυμάρι για την βρογχίτιδα.
«Ότι πάρεις μισό ευρώ» με ενημέρωσε. Τι να πρωτοπάρω όμως, κοιτώ προβληματισμένος το καλάθι.
«Δεν ξέρω τι να πάρω» του λέω. «Από τι πάσχεις;» με ρώτησε όλο ενδιαφέρον. «Αυτή τη στιγμή από τίποτα». Γέλασε, «Μπα, από κάτι πάσχεις και δεν το ξέρεις». Ψάχνει στον πάτο του καλαθιού τραβά ένα σακουλάκι και μου λέει γεμάτος σιγουριά. «Αυτό θα πάρεις. Είναι τσάι, έχει μέσα τριαντάφυλλο και αποξηραμένα φρούτα του δάσους, άρωμα από τα δέντρα του βουνού, κι αέρα από τις πλαγιές του. Αυτό θα πάρεις», επανέλαβε –και λες και μάντεψε τον καημό μου συμπλήρωσε- «κάθε φορά που θα το πίνεις, δεν θα βλέπεις γύρω σου και δεν θα ακούς. Μόνο θα αισθάνεσαι πως είσαι κάτω από ένα πλατάνι, τέρμα θεού και δεν θα σκιάζει τίποτα».
Το πήρα γρήγορα- γρήγορα. Τα μισά να κάνει απ’ όσα μου ‘ταξε σκέφθηκα σώθηκα.
Αν με γλιτώσει από τούτη ‘δω τη μαύρη καθημερινότητα, τότε δεν είναι απλώς βότανο αλλά το ελιξίριο της ζωής…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]