Δημογραφικό: Η απασφάλιση μιας «ωρολογιακής βόμβας»
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”35918″ img_size=”full”][vc_column_text]Η οικονομία μπορεί να δώσει σε μια χώρα μια δεύτερη ευκαιρία. Η δημογραφία όμως όχι. Ή, έστω, πάρα πολύ δύσκολα. Η Ελλάδα, αν και εξέρχεται από μία οκταετή βαθιά κρίση και ύφεση, με την οικονομία της να ανακάμπτει σε όλους τους τομείς, έχει να αντιμετωπίσει εκτός από το βάρος ενός δυσθεόρατου δημοσίου χρέους και το βάρος της συντήρησης ολοένα και περισσοτέρων συνταξιούχων, η αναλογία των οποίων σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό αυξάνει ταχύτατα λόγω της ραγδαίας επιδείνωσης του δημογραφικού προβλήματος της χώρας.
Το δημογραφικό πρόβλημα προϋπήρχε στην Ελλάδα. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο δείκτης γεννητικότητας έπεσε για πρώτη φορά κάτω από 2,1 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, που είναι το αναγκαίο όριο για την ομαλή αντικατάσταση των γενεών και τη σταθερότητα του πληθυσμού. Ωστόσο, πριν από το 2010, ο πληθυσμός της χώρας δε μειωνόταν, αλλά αντίθετα αυξανόταν χάρη στην παλιννόστηση Ελλήνων του εξωτερικού και στον ερχομό κάθε χρόνο δεκάδων χιλιάδων μεταναστών, ειδικά κατά την εικοσαετία 1989-2009. Έτσι ο πληθυσμός της Ελλάδας, από 9.740.417 το 1981, αυξήθηκε σε 10.259.900 το 1991, για να φθάσει περίπου στα 11.200.000 το 2010, το πρώτο έτος εφαρμογής των Μνημονίων. Στη συνέχεια άρχισε να μειώνεται και να γηράσκει με πρωτοφανείς ρυθμούς, χάρη σ’ έναν συνδυασμό αύξησης της μετανάστευσης προς το εξωτερικό, περαιτέρω μείωσης των γεννήσεων και αύξησης της γενικής θνησιμότητας.
Όλη αυτή η εφήμερη δημογραφική αισιοδοξία, που υπήρχε στην Ελλάδα από το 2004 και μετά, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι ο πληθυσμός της θα έμενε πάνω-κάτω σταθερός κατά τις επόμενες δεκαετίες, ανατράπηκε ξαφνικά το 2010. Με την έλευση την κρίσης και την εφαρμογή των αυστηρών πολιτικών λιτότητας, που αποθάρρυναν τις πιο αναπαραγωγικές ομάδες του πληθυσμού να κάνουν παιδιά αλλά αντίθετα τις ώθησε να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, η Ελλάδα βυθίστηκε ξαφνικά σ’ έναν βαρύ “δημογραφικό χειμώνα”.
Αυτή η αρνητική εξέλιξη συνεχίστηκε επιδεινούμενη κατά τα επόμενα χρόνια.. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ μόνον κατά την εξαετία 2010-2015 η διαφορά μεταξύ εξερχόμενων μεταναστών από την Ελλάδα και εισερχόμενων σε αυτή -η λεγόμενη “αρνητική μετανάστευση”- ανήλθε στους -251.731. Μόνον κατά το έτος 2012, οπότε καταγράφηκε και η μεγαλύτερη οικονομική ύφεση στη χώρα, εγκατέλειψαν την Ελλάδα 124.194 άτομα, όχι μόνον Έλληνες πολίτες αλλά και νομίμως διαμένοντες αλλοδαποί. Το 80% των όσων αποχώρησαν από τη χώρα μας άνηκαν στην αναπαραγωγική ηλικία των 20-50 ετών και χαρακτηρίζονταν ως άτομα υψηλού μορφωτικού επιπέδου και εξειδίκευσης..
Ταυτόχρονα την ίδια περίοδο αυξήθηκε δραματικά και ο δείκτης γήρανσης του ελληνικού πληθυσμού, με τη μέση ηλικία να φτάνει πλέον στα 46 έτη (δηλαδή οι μισοί κάτοικοι της Ελλάδας είναι πλέον άνω των 46 ετών!). Το 2017 ο δείκτης γήρανσης της χώρας έφτασε στο 149,2, δηλαδή σε κάθε 100 παιδιά ηλικίας 0-14 ετών αντιστοιχούν πλέον 149,2 ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών.
Όπως επισημαίνει η ακαδημαϊκός Έμκε-Πουλοπούλου και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Δημογραφικών Μελετών στην πρόσφατη έρευνά της με τίτλο “Ο πληθυσμός της Ελλάδας υπό διωγμόν”: “Το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας θα επιδεινωθεί (…) Η εντυπωσιακή μείωση των γεννήσεων, η γήρανση του πληθυσμού και η εκτόξευση της αποδημίας θα καταλήξουν σε μεγάλη συρρίκνωση του πληθυσμού της χώρας μας και σε αύξηση της αναλογίας των ηλικιωμένων. Θα αυξάνεται ο πληθυσμός άνω των 65 ετών σε βάρος των ηλικιών 0-14”. Η ίδια προβλέπει στην έρευνά της πως ο πληθυσμός της Ελλάδας, το 2050, θα είναι κάτω από τα 10 εκατομμύρια κατοίκους (μείωση 1,3 εκατομμύρια στα επόμενα 32 χρόνια). Και ακόμη χειρότερα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Eurostat, το 2080, η Ελλάδα θα έχει πλέον 7,2 εκατομμύρια κατοίκους, αποτελώντας έτσι το πιο γηρασμένο και το πιο επισφαλέστερο μέλος της περιφέρειας της Ε.Ε.
Καθισμένη πάνω στην “ωρολογιακή βόμβα” του δημογραφικού προβλήματος η Ελλάδα φαίνεται για την ώρα παραδομένη στη μοίρα της. Εφόσον δεν κάνει καμιά σοβαρή προσπάθεια για να αλλάξει το γκρίζο μέλλον της, βελτιώνοντας τη δημογραφική της εικόνα, η δημογραφική της κατρακύλα θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Με βάση λοιπόν τα αμείλικτα δημογραφικά στοιχεία στην καλύτερη περίπτωση ο πληθυσμός της Ελλάδας του 2060 θα έχει μειωθεί κατά 1-2 εκατομμύρια και θα είναι πολύ μεγαλύτερης ηλικίας. Η μέση ηλικία του θα ξεπερνά τα πενήντα χρόνια. Η Ελλάδα του 2060. θα είναι ένα τεραστίων διαστάσεων “γηροκομείο’, όπου οι Έλληνες άνω των 60 ετών θα είναι διπλάσιοι σε αριθμό από τους νέους κάτω των 20 ετών. Το μέλλον αυτού του “γκρίζου μουσείου” θα είναι αβέβαιο…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]