Βοηθούν οι επιδοτήσεις την ανάπτυξη;
Είσαι νέος επιχειρηματίας -ή ακριβέστερα είσαι νέος και θέλεις να γίνεις επιχειρηματίας. Κάθεσαι στο γραφείο σου -ναι, αυτό που θα αποτελέσει την αφετηρία του κολοσσού σου. Έχεις ένα κεφάλαιο για να ξεκινήσεις την ιδέα σου, αλλά εκεί καθιστός σκέφτεσαι μεγαλόπνοα σχέδια. Να πάρεις επιδότηση και να γιγαντωθείς γρήγορα ή μήπως είναι προτιμότερο να μείνεις στις δικές σου δυνάμεις με επίπτωση την πιο αργή αλλά με βέβαια βήματα ανάπτυξή σου; Κυνηγάς ή πορεύεσαι χωρίς -εμφανή τουλάχιστον- άγχη;
Για να βοηθήσεις τον εαυτό σου, ανοίγεις τον υπολογιστή, μπαίνεις στο ίντερνετ, γκουγκλάρεις και πέφτεις πάνω σε αυτό το άρθρο. Εξ αρχής διαβάζεις πως πρόκειται να σου μιλήσει για κοινοτικές ενισχύσεις και πόσο αυτές εν τέλει έδωσαν ώθηση ή όχι στην ανάπτυξη της ελληνικής αγροτικής παραγωγής. Αυτό θα το κάνει παρουσιάζοντας την λογική με την οποία δόθηκαν οι ευρωπαϊκές κοινοτικές ενισχύσεις στους αγρότες από την ίδρυση της ΕΟΚ μέχρι σήμερα, που φτάσαμε να κατηγορούμε τους αγρότες ότι «έκαναν τις επιδοτήσεις Πόρσε». Και επειδή ενδεχομένως μέσα σου πιστεύεις ότι η ελληνική αγροτική παραγωγή είναι φθίνουσα -και όχι άδικα, βρίσκεις το άρθρο ενδιαφέρον και συνεχίζεις.
Λοιπόν, παραγωγή υπάρχει;
Επί της ουσίας ναι, αλλά μικρή. Παρόλο που οι αγρότες επιδοτούνται. Και αυτό δεν είναι κλισέ, αλλά απορρέει από τα στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης. Ειδικότερα, παίρνουμε τους πίνακες που αφορούν τις καλλιέργειες βαμβακιού και εκείνες της ελιάς. Το βαμβάκι είναι μια καλλιέργεια που κατ’εξοχήν γίνεται στην Ελλάδα σε ποσότητες μεγαλύτερες από κάθε άλλη χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η παραγωγή λαδιού ήταν επίσης μια από τις πιο δυνατές καλλιέργειες της χώρας τις προηγούμενες δεκαετίες.
Παρόλα αυτά, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ενώ από την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981, οπότε και αρχίζει να απολαμβάνει τα οφέλη των επιχορηγήσεων, υπάρχει μια αυξητική πορεία όσον αφορά τους τόνους ετήσιας παραγωγής (βλ. σχετικό πίνακα πάνω), από το 2005 και μετά υπάρχει μια σταθερή πτώση με αποτέλεσμα από τους περισσότερους του 1,2 εκατομμυρίων τόνων του 2004 να φτάσει η εγχώρια παραγωγή βαμβακιού το 2010 στους 500.000 τόνους. Η ελιά, παρότι σε μικρότερα μεγέθη, σημειώνει μια αύξηση της παραγωγής τη δεκαετία του 1990 για να φτάσει το 2010 από τους 400.000 τόνους λάδι να παράγονται μόνο 280.000. Το σημείο καμπής της ελιάς τοποθετείται στο 2007, όπως μπορούμε να δούμε στον σχετικό πίνακα επάνω.
Τι συνέβη, λοιπόν, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 2000 και τα προϊόντα αυτά πήραν την κάτω βόλτα; Πολύ απλά άλλαξε η μορφή που δίνονταν οι επιχορηγήσεις στους αγρότες λαμβάνοντας πλέον τη μορφή «ετήσιου μισθού» αποσυνδεδεμένου από την παραγωγικότητα του μισθοδοτούμενου.
Δηλαδή;
Ας το πάρουμε από την αρχή! Η Κοινή Αγροτική Πολιτική αποτελεί την μοναδική ολοκληρωμένη κοινοτική πολιτική, η οποία συνδιαμορφώνεται ή αναθεωρείται από τους αρμόδιους υπουργούς των κρατών-μελών και εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η ανάγκη για αυτή την πολιτική γεννήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τη θεμελίωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είμαστε στα 1950 και είναι απαραίτητο οι ευρωπαϊκοί λαοί να βγούν από τη φτώχεια και τα δεινά του πολέμου, ο οποίος τέλειωσε το 1945. Έπρεπε, λοιπόν, η Ευρώπη να πάψει να πεινάει. Το «πράσινο όπλο» που λέγεται τροφή, ήταν η κατάλληλη οδός και εξάλλου η αύξηση της παραγωγής θα καθιστούσε την Ευρώπη ανεξάρτητη από τρίτες χώρες. Μιλάμε για μια Κοινότητα των έξι μέχρι στιγμής κρατών μελών, με μόνο ένα εξ αυτών να βρίσκεται στο νότο – την Ιταλία. Η συγκεκριμένη χώρα, μάλιστα, έχει ιδιομορφίες καθώς ο βορράς της είναι βιομηχανοποιημένος σαν τις λοιπές βόρειες χώρες-μέλη, ενώ ο νότος της είναι πιο πολύ σαν την Ελλάδα.
Η ΕΟΚ με την ΚΑΠ δίνει ενισχύσεις προσπαθώντας να τονώσει την παραγωγή αυτών των χωρών, ενώ με την πρώτη διεύρυνση -που γίνεται προς βορρά με την ένταξη Δανίας, Βρετανίας, Ιρλανδίας- τα πράγματα δεν αλλάζουν, γιατί τα αγροτικά χαρακτηριστικά των κρατών αυτών είναι ίδια με των ήδη μελών. Η πρώτη χώρα με διαφορετικά χαρακτηριστικά που εισέρχεται στην Κοινότητα ήταν η Ελλάδα. Μια μικρή χώρα, που όμως είχε μεγάλες ποσότητες καπνού συγκριτικά με τις άλλες, και ήταν η μόνη χώρα -εκτός από την Ισπανία που είχε κάποια ελάχιστα στρέμματα- η οποία καλλιεργούσε βαμβάκι.
Το μοντέλο των ενισχύσεων συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο. «Το να δίνεις έμφαση στην παραγωγή είναι το πιο επιθυμητό σενάριο, αρκεί όμως να μπορείς κατά κάποιον τρόπο να το ελέγξεις. Ότι δηλαδή όντως παράχθηκαν οι ποσότητες από τις καλλιέργειες που επιδότησες», εξηγεί ο Βαγγέλης Διβάρης, πρώην προϊστάμενος μονάδας της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και πρώην ειδικός γραμματέας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης.
Δυστυχώς το μοντέλο της ενίσχυσης της παραγωγής, δηλαδή του να επιδοτείται ο αγρότης βάσει των ποσοτήτων που παράγει, απέτυχε. «Το πρόβλημα με τις πρώτες ΚΑΠ ήταν ότι οι αγρότες καλλιεργούσαν μόνο ό,τι επιδοτούνταν», δηλώνει ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της συμβουλευτικής εταιρείας Γεωργική Ανάπτυξη Α.Ε., Ντίνος Μπλιάτσος. «Με τις πρώτες αναθεωρήσεις είχαμε φτάσει στα βουνά βουτύρου και στις θάλασσες γάλακτος. Ύστερα αναγκάζονταν από την Ευρώπη να πληρώνουν λεφτά για να αποσυρθούν αυτά τα προϊόντα, ώστε να μην πέσει η τιμή στον καταναλωτή», συνεχίζει ο ίδιος.
Επίσης, σύμφωνα με τον πρόεδρο του αγροτικού συνεταιρισμού ΘΕΣγη, Παναγιώτη Καλφούτζο, η επιδότηση της παραγωγής γινόταν άνευ ελέγχου. «Τότε δεν κρατούσαν βιβλία οι αγρότες. Έπαιρναν, λοιπόν, ένα εικονικό τιμολόγιο και έλεγαν ότι παρέδωσαν στο μύλο χ τόνους σιτάρι. Βάσει αυτού του τιμολογίου επιδοτούνταν. Χρειάζεται έλεγχος ώστε να μην γίνονται απατεωνιές».
«Η διαφορά με τα άλλα κράτη μέλη ήταν πως στον ευρωπαϊκό βορρά οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις ήταν ‘μαγαζιά’. Είχαν ΑΦΜ, βιβλία εσόδων-εξόδων. Τα κράτη μπορούσαν να παρακολουθήσουν. Στην Ελλάδα μόνο τώρα είναι υποχρεωμένος ο αγρότης να κρατάει βιβλία. Προηγουμένως απλά δήλωνε στον λογιστή του τι παρήγαγε, ενώ κατά την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε δεν δήλωνε σε κανένα τίποτα. Στον βορρά οι αγελάδες είναι όλες σταβλισμένες. Στην Ελλάδα ψάξε να βρεις τα κατσίκια», αναφέρει ο κ. Διβάρης.
Άρα η επιδότηση ως ένα «μπόνους παραγωγικότητας» απέτυχε για δυο λόγους. Ο πρώτος ήταν η πλεονασματική παραγωγή. Η Ευρώπη οδηγήθηκε σε υπερπαραγωγή χωρίς να υπάρχει κάποιος κόφτης. Ο δεύτερος ήταν η πλασματική παραγωγή στον Νότο. Έτσι, αποφασίστηκε να μπει ένα τέλος συνυπευθυνότητας στα κράτη μέλη συνοδευόμενο από ποσοστώσεις στην παραγωγή. Δηλαδή, ορίζεται ένα πλαφόν παραγωγής για το κάθε κράτος μέλος, που εάν το υπερβεί θα πρέπει να καταβάλει το τέλος – επί της ουσίας θα εισπράξει μειωμένη κοινοτική ενίσχυση. Αυτό δεν λειτούργησε καλά καθώς υπήρχαν προϊόντα στα οποία δεν μπορούσαν να οριστούν οι ποσότητες παραγωγής εύκολα, όπως το γάλα. Δεν μπορεί ο κτηνοτρόφος να πει στην αγελάδα να μην παράξει γάλα. Συνεπώς, το μοντέλο εξελίχθηκε ελαφρά διατηρώντας την λογική του και απλά έπαψε να επιδοτεί τις επιπλέον ποσότητες.
Ενόψει της πρώτης προς ανατολάς διεύρυνσης και την είσοδο δέκα νέων κρατών μελών στην Ευρώπαϊκή Ένωση το 2004, διαπιστώθηκε ότι το σύστημα δεν θα μπορούσε να ελεγχθεί. Έπρεπε, λοιπόν, να αναθεωρηθεί και το αποτέλεσμα ήταν η αποσύνδεση της ενίσχυσης από την παραγωγή και η διανομή της ανά στρέμμα. Προκειμένου να το πετύχουν αυτό, έκαναν μια αναγωγή της παραγωγής στο στρέμμα. Και για να μπορέσουν να υπολογίσουν και τις κτηνοτροφικές παραγωγές κατέληξαν στην λογική των δικαιωμάτων. Αυτό σήμαινε ότι όλα αναγάγονταν σε γη. Δηλαδή εάν είχες εκατό πρόβατα χρειάζεσαι χ στρέμματα για να τα βοσκήσεις. Άρα θα επιδοτηθείς το κεφάλι επί τα στρέμματα. Επί παραδείγματι, εάν επιδοτούνταν πέντε ευρώ το κάθε ζώο και χρειαζόσουν πεντακόσια στρέμματα για να τα καλλιεργήσεις, θα έπαιρνες 25000 ευρώ. «Ο σκοπός ήταν να μη χάσουν οι αγρότες τα λεφτά τους. Και αυτά τα λεφτά έπρεπε να τα δώσουμε ελέγχοντας πρωτίστως τις δαπάνες. Ο μόνος τρόπος να το ελέγξουμε ήταν να τα μοιράσουμε σε γη, γιατί η γη δεν αλλάζει. Το κάθε κράτος ήξερε ότι θα πάρει τόσα χρήματα κάθε χρόνο και θα τα μοιράσει όπως νομίζει στους αγρότες του, ανάλογα με το τι έχει ο καθένας», εξηγεί ο Βαγγέλης Διβάρης.
Και έτσι φτάνουμε στο 2005, στο χρονολογικό ορόσημο που διαπιστώσαμε στα στοιχεία του ελληνικού Υπουργείου Ανάπτυξης μείωση των παραγόμενων τόνων.
Γιατί έγινε αυτό;
Αυτό είναι και το μεγάλο ερώτημα. Η αποσύνδεση της κοινοτικής ενίσχυσης από την ποσότητα παραγωγής στην ουσία μετατρέπει την επιδότηση από «μπόνους παραγωγικότητας» σε έναν «ετήσιο μισθό». Ο σίγουρος μισθός όμως μπορεί να προκαλέσει εφησυχασμό του εκάστοτε εργαζόμενου, άρα να λειτουργήσει ως ένα αντικίνητρο. Για την ψυχολόγο, Μαρία Βακάλη, «σε μια πρώτη χονδροειδή ανάγνωση, ένας δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος στην χώρα μας φαίνεται πως δεν επιφορτίζεται καθημερινά με το άγχος της επιβίωσης στο βαθμό που διεκατέχει έναν ελεύθερο επαγγελματία. Ο πρώτος είναι πιο χαλαρός, έχει ‘δέσει το γάιδαρο του’. Ο δεύτερος είναι πιο ανήσυχος, πιο αιματώδης. Οι ρόλοι μπορούν να αντιστραφούν, βέβαια, ανάλογα με τις συνθήκες εργασίας του καθενός. Πάντως, αυτή η μανιχαϊστική αντίληψη ωστόσο που παγιώθηκε -μεταπασοκικά στη χώρα μας- νομιμοποίησε πρώτον τον εφησυχασμό στους δημόσιους υπαλλήλους (είτε κάνω είτε όχι την δουλίτσα μου ο μισθός τρέχει), αδρανοποιώντας έτσι τον κρατικό μηχανισμό. Κατά δεύτερον, το δικαίωμα στον εύκολο, παράνομο, πλουτισμό στους ελεύθερους επαγγελματίες (φοροδιαφυγή, φακελάκια, μίζες κλπ). Και τρίτον, ανάγκασε τους ιδιωτικούς υπαλλήλους να θεωρούν τον εαυτό τους αξιόλογο καθώς υπηρετούν με έντιμο και πιστό τρόπο τα συμφέροντα τρίτων ή να αποδέχονται την προσωπική τους αλλοτρίωση ως αναγκαία θυσία για την επίτευξη προσωπικών τους φιλοδοξιών».
Όμως η Κομισιόν ήθελε να προσφέρει ακριβώς αυτό το αντικίνητρο. «Το πρόβλημά μας ήταν ότι οι αγρότες υπερπαρήγαγαν. Θέλαμε κάποιοι αγρότες να μην παράγουν. Και εφόσον τα κράτη δεν τους έβγαζαν από την παραγωγή ή κάποιοι μεγαλύτεροι παρότι είχαν βγει στην σύνταξη δεν σταματούσαν να παράγουν, τους είπαμε πάρτε το ποσό σας και μοιράστε το όπως νομίζετε», δηλώνει ο κ. Διβάρης.