Από την Αρτέμιδα της Ηλείας στο Μάτι της Αττικής
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”67722″ img_size=”full”][vc_column_text]Του Δημήτρη Τερζή *
Όταν γίναμε κοινωνοί της φρίκης για πρώτη φορά πριν από 11 χρόνια, βλέποντας σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση έναν ολόκληρο νομό να καίγεται σχεδόν απ’ τη μια άκρη του ώς την άλλη, σκεφτόμασταν πως όλο αυτό που περνάμε είναι ένα κακό όνειρο, μια πολύ κακιά στιγμή, μια καταστροφή που δεν είχαμε ξαναζήσει και που σίγουρα δεν θα ζούσαμε ξανά ποτέ.
Ξορκίζαμε το κακό σκεπτόμενοι πως έγινε ήδη μια φορά, πληρώσαμε βαριά το τίμημα, αλλά παράλληλα ήμασταν πεπεισμένοι (γιατί άραγε;) πως η τραγωδία δεν θα επαναλαμβανόταν. Σήμερα, αντικρίζουμε τα αποκαΐδια στην Ανατολική Αττική να καπνίζουν ακόμα και αδυνατούμε να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της νέας τραγωδίας.
Αν ψάξει να βρει κανείς ομοιότητες στις πυρκαγιές της Ηλείας και της Ανατολικής Αττικής, θα βρει τρεις. Την απίστευτη ταχύτητα της φωτιάς που σάρωνε κυριολεκτικά τα πάντα στο πέρασμά της, το γεγονός πως, όπως στην Ηλεία έτσι και στην Ανατολική Αττική, αρκετοί άνθρωποι εγκλωβίστηκαν στα αυτοκίνητά τους με αποτέλεσμα να καούν μέσα ή έξω από αυτά και την απουσία σοβαρών μέτρων πρόληψης από την πλευρά του κράτους που να έχουν βασικό στόχο την ελαχιστοποίηση φαινομένων σαν κι αυτό που ζούμε από την προηγούμενη Δευτέρα.
Στην περίπτωση της Ηλείας, όλα συνέβησαν στο γύρισμα του δρόμου προς τη Ζαχάρω, έξω από το χωριό Αρτέμιδα. Αιτία αποτέλεσε το χαλασμένο πυροσβεστικό όχημα που ανέβαινε προς τα χωριά προκειμένου να σβήσει τη φωτιά.
Εσβησε στη μέση του δρόμου και όταν οι απελπισμένοι κάτοικοι άρχισαν να κατεβαίνουν με τα οχήματά τους από την αντίθετη πλευρά, αντίκρισαν τον δρόμο κλειστό. Πίσω τους ερχόταν η φωτιά, έγλειφε ήδη τις πρώτες στέγες του χωριού, με την καμπάνα της εκκλησίας να χτυπά δαιμονισμένα. Οι καπνοί τούς είχαν ήδη κυκλώσει.
Μοιραία εγκλωβίστηκαν. Κάποιοι θέλησαν να ξεφύγουν τρέχοντας προς την αντίθετη πλαγιά, κάποιοι άλλοι, αποσβολωμένοι, έμειναν στα αυτοκίνητά τους. Η φωτιά δεν χαρίστηκε σε κανέναν, πέρασε από πάνω τους και απ’ τη μια στιγμή στην άλλη 26 άνθρωποι (ανάμεσά τους 7 παιδιά) κάηκαν στην πλαγιά.
Όπως αποδείχτηκε, εκείνη την Παρασκευή, στη χαράδρα που χωρίζει τα χωριά Αρτέμιδα και Μάκιστος απ’ τη μια πλευρά και Χρυσοχώρι απ’ την άλλη συναντήθηκαν τρεις φωτιές.
Η μια που ερχόταν από ανατολικά, απ’ το χωριό Σέκουλα, η δεύτερη βορειοδυτικά απ’ το χωριό Γκρέκα και η τρίτη που άναψε το μεσημέρι της Παρασκευής μέσα στη χαράδρα, στο Παλαιοχώρι.
Μέσα σε δύο ώρες η φωτιά είχε καλύψει μια απόσταση περίπου 13 χιλιομέτρων και είχε φτάσει σχεδόν στη θάλασσα της Ζαχάρως, στον Κυπαρισσιακό κόλπο, χωρίς να έχει αφήσει τίποτα όρθιο.
Στην περίπτωση της Ανατολικής Αττικής στο Μάτι, οι άνθρωποι εγκλωβίστηκαν στα αυτοκίνητα και 28 εξ αυτών σ’ ένα οικόπεδο, στην προσπάθειά τους να φτάσουν στη θάλασσα και να σωθούν. Αν η φωτιά στην Ηλεία ήταν γρήγορη, εδώ οι φλόγες κινούνταν αστραπιαία, λόγω των ανέμων που έφταναν τα 100 χλμ. την ώρα.
Ηδη οι πρώτες μαρτυρίες των ίδιων των κατοίκων επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι κανείς δεν κατάλαβε πώς η φωτιά έφτασε τόσο γρήγορα στον οικισμό, προερχόμενη από την Πεντέλη, πώς βρέθηκε ανάμεσα στα σπίτια.
Το Μάτι σίγουρα δεν ήταν Αρτέμιδα ή Μάκιστος. Τα πεύκα ανάμεσα στα σπίτια αποτέλεσαν τον «δυναμίτη» της φωτιάς. Η ανυπαρξία οποιασδήποτε αντιπυρικής ζώνης έπαιξε σίγουρα βασικό ρόλο. Τέλος, ο ανύπαρκτος πολεοδομικός σχεδιασμός -το διαχρονικό έγκλημα σε ολόκληρη την Ελλάδα- ολοκλήρωσε το σκηνικό αυτής της «παγίδας θανάτου», όπως εκφράστηκε από ειδικούς και επιστήμονες.
Τα δεκάδες οχήματα εγκλωβίστηκαν στον μικρό κεντρικό δρόμο, οι φλόγες και οι καπνοί κάλυψαν τα πάντα, ο κόσμος αναζητούσε διαφυγή σε συνθήκες απόλυτου πανικού και χωρίς να υπάρχει κανένα σχέδιο να γίνει κάτι τέτοιο. Υπό τέτοιες συνθήκες, η τραγωδία ήταν προδιαγεγραμμένη.
Είναι ζήτημα κοινής λογικής πως η φωτιά σε δάσος σε σχέση με τη φωτιά σε αστικό ιστό χρειάζεται διαφορετική αντιμετώπιση. Στην Ηλεία η φωτιά έκαψε ολοσχερώς 7 χωριά, ενώ δεκάδες άλλα υπέστησαν υλικές ζημιές. Εκτός από τους νεκρούς, 4,5 εκατ. ελαιόδεντρα θα γίνουν στάχτη και μαζί τους περισσότερα από 60.000 ζωντανά.
Περίπου 6.000 άνθρωποι έμειναν άστεγοι. Το συνολικό κόστος της καταστροφής θα αποτιμηθεί σε περισσότερα από 3,5 δισ. ευρώ. Στο Μάτι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, το 50% των ελεγχθεισών κατοικιών έχουν καεί ολοσχερώς. Το κόστος, αν εξαιρέσει κανείς τον τραγικό απολογισμό των χαμένων ζωών, που κι αυτός δεν έχει κλείσει ακόμα, παραμένει άγνωστο.
Τι έγινε με το Ταμείο Μολυβιάτη
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός ειδικού τραπεζικού λογαριασμού στην Τράπεζα της Ελλάδος στον οποίο θα συγκεντρωθούν τα χρήματα από επιχορηγήσεις και δωρεές για τους πυρόπληκτους. Μοιραία, στο μυαλό του καθενός από εμάς ήρθε η θλιβερή ιστορία του Ταμείου Μολυβιάτη.
Ενός αντίστοιχου λογαριασμού που είχε ανοιχθεί μετά τις φονικές πυρκαγιές του 2007 για την ανακούφιση των πληγέντων. Στο Ταμείο αυτό συγκεντρώθηκαν 220 εκατ. ευρώ.
Οπως αποδείχθηκε στη συνέχεια με επίσημα στοιχεία, μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων χρησιμοποιήθηκε για έργα που δεν είχαν καμία σχέση με τους πυρόπληκτους, ενώ ένα ποσό που έφτανε τα 27 εκατ. ευρώ «χάθηκε» την περίοδο που το Ταμείο εντάχθηκε στο Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων με απόφαση της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ το 2011.
Κάπως έτσι χάθηκε και ο «χαρακτήρας» του Ταμείου και μέρος των χρημάτων που είχαν στόχο την ανακούφιση των πληγέντων δόθηκαν αλλού.
Είναι χαρακτηριστικό πάντως πως ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ που τότε ήταν στην αντιπολίτευση και είχε αναδείξει το θέμα με συνεχόμενες παρεμβάσεις, το «ξέχασε» στη συνέχεια. Ευχή όλων είναι να μη δούμε και αυτή τη φορά το ίδιο έργο σε επανάληψη.
*Ο Δημήτρης Τερζής είναι συντάκτης της εφημερίδας ΕΦΣΥΝ και κατάγεται από το Κατάκολο[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]