Αποχαιρετισμός στα όπλα
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”32512″ img_size=”full”][vc_column_text]Στα ίδια μέρη…
Χρόνια; Ογδόντα. Στρογγυλά στρογγυλά. Μαλλιά; Λευκά, εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Χέρια; Δουλεμένα, τόσο στο μολύβι όσο και στο καλέμι. Μάτια; Καθαρά, ακόμα και τώρα που δε βλέπουνε και πολύ καλά. Χαμόγελο; Πλατύ και γενναιόδωρο, εκτός απ’ όταν ειρωνευόταν. Ανάστημα; Μέτριο στην όψη αλλά τεράστιο στην ψυχή.
Ένιωθα ότι είχα απέναντί μου έναν από τους τελευταίους των Μοϊκανών, από τους λίγους που όχι μόνο ζουν και αναπνέουν ανάμεσά μας, αλλά έχουν και έντονη παρουσία στα πράγματα˙ ή τέλος πάντων είχαν μέχρι πρότινος. Οι βαθιές χαρακιές του χρόνου στο πρόσωπό του πρόδιδαν την πραγματική του ηλικία, παρότι η φρεσκάδα του ήταν αξιοζήλευτη.
Αρκεί να συνυπολόγιζες ότι οι περισσότεροι συνομήλικοί του περνούν τις μέρες και τις νύχτες τους βλέποντας τηλεόραση. Αυτός έβγαινε, ψώνιζε, πήγαινε σε ομιλίες και σε παρουσιάσεις βιβλίων, έμπαινε μπροστά σε συλλογικές διεκδικήσεις, οργάνωνε συνελεύσεις στη γειτονιά κλπ.
Ένα βαθιά πολιτικό ον παλαιάς κοπής. Ανέκαθεν υποστήριζε ότι το πιο σημαντικό είναι να μην σταματάς να γελάς και να μην παραιτείσαι: μία διπλή άρνηση που κάποιες φορές οδηγεί στην κατάφαση της δικαίωσης. Με τον Χρόνη Μίσσιο, ήταν φίλοι. «Ξέρεις, αυτό που είχε πει, ότι δεν κατάφερα να αλλάξω το σύστημα αλλά δεν άλλαξε κι αυτό εμένα, είναι μεγάλη κουβέντα. Σε τελική ανάλυση, το να έχεις προσπαθήσει έχει πολλές φορές κομβική σημασία για το μέλλον.
Μπορεί να μην πέτυχες εσύ ο ίδιος, αλλά έχεις στρώσει τον δρόμο για τους επόμενους και εφόσον δεν έχεις υποχωρήσει, ο δρόμος παραμένει ανοιχτός. Δεν προχώρησες αλλά δεν έκανες πίσω κιόλας».
Ρούφηξε άλλη μία γουλιά καφέ και άφησε το περίτεχνο φλιτζανάκι να προσγειωθεί άτσαλα στο πιατάκι. «Εμείς ό,τι κάναμε κάναμε. Σειρά σας τώρα˙ να τρέξετε, να φωνάξετε, να πολεμήσετε. Εγώ το όπλο μου το ακούμπησα καταγής, όπως έκαναν οι αντάρτες μια φορά κι ένα καιρό, γιατί και γω αντάρτης ήμουν πάντοτε, ή τουλάχιστον έτσι ένιωθα. Μόνο που εγώ δεν κλαίω όπως εκείνοι επειδή παραδίδω. Μόνο ανακουφίζομαι, από τη σκέψη ότι πλέον το βάρος δεν πέφτει στους ώμους μου».[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]