Ίσως ν’ αλλάζει. Ίσως…
Ήταν χειμώνας του ’78. Περασμένα μεσάνυχτα και τα αυτοκίνητα στους δρόμους αραιά, οι διαβάτες λιγοστοί, περπατούσαν με γρήγορα βήματα να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στον προορισμό τους.
Όση παγωνιά είχε έξω, άλλο τόσο ζέστη διάχυτη υπήρχε στα σπίτια. Μια ζέστη που πήγαζε από ζωηρές ματιές, γέλια και κουβέντες, κυρίως για δουλειές και όνειρα.
Τότε υπήρχαν δουλειές και όνειρα που μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα.
Το ΠΑΣΟΚ δεν είχε γίνει κυβέρνηση, ο Θεοδωράκης έδινε συναυλίες και ο Χατζιδάκις στο τρίτο πρόγραμμα «κεντούσε» ανεβάζοντας την ακροαματικότητα του σε πρωτόγνωρα ύψη. Ήταν τότε που η αισθητική «πουλούσε».
Λίγα χρόνια αργότερα ο Αντρέας θα γινόταν πρωθυπουργός παίρνοντας μαζί του «το λαό στην εξουσία». Κι όταν θα εγκατέλειπε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» θα ξεκινούσε η εισροή τεραστίων κονδυλίων στη χώρα με σκοπό την περίφημη σύγκλιση, την ανάπτυξη των υποδομών, τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής.
Πραγματική σύγκλιση δεν έγινε ποτέ, και ο εκσυγχρονισμός της παραγωγής, έγινε εισόδημα και επιδότηση και η ίδια η παραγωγή σιγά- σιγά μηδενίστηκε.
Στο μεταξύ, χτίστηκαν τα «νέα τζάκια» βλαχομπαρόκ και λούμπεν στοιχεία βρέθηκαν με αδιανόητα χρήματα, αγόραζαν «μερσεντέ» και «μπεμβέ» ως να ήταν πατάτες εισαγωγής και ετοιμάζονταν τα καλοκαίρια να εποικίσουν τη Μύκονο. Τα αυτοκίνητα πια έμειναν ακίνητα στους δρόμους λόγω μποτιλιαρίσματος και οι οδηγοί κορνάριζαν επίμονα γιατί βιάζονταν να πάνε σπίτια τους να «ξεραθούν».
Μετά ήρθε η κρίση. Οι δουλειές σταμάτησαν, τα παιδιά πήραν το δρόμο της ξενιτιάς και πίσω απόμειναν οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι. Κάποια λαμόγια βρέθηκαν στη φυλακή, κάποιοι άλλοι μας κατηγόρησαν ότι «μαζί τα φάγαμε». Ύστερα μας ήρθαν οι σωτήρες με τα μνημόνια. Κατεστραμμένη χώρα, κατεστραμμένη κοινωνία.
Κι ένας λαός που πια ούτε καν αλαλάζει.
Ίσως ν’ αλλάζει. Ίσως…