Άγιος Βασίλης χωρίς γραβάτα
Το πιο σύνηθες πρόβλημα για όσους βγάζουν το ψωμί τους γράφοντας και το αντιμετωπίζουν όλοι ανεξαιρέτως, από τον νομπελίστα μέχρι τον στυλογράφο, είναι η έμπνευση. Αργά ή γρήγορα, όσο και να «το έχεις», όσο έμπειρος και να είσαι, όσα κι αν είναι τα ερεθίσματα, θα έρθει η μέρα που η κούτρα σου δε θα κατεβάζει τίποτα. Και αυτό μάλιστα δε θα συμβεί μόνο μία φορά αλλά πολλές στη διάρκεια μιας καριέρας. Συνεπώς, όποτε η Μούσα απουσιάζει επιδεικτικά, κάτι θα πρέπει να γίνει έως ότου επιστρέψει. Μία καλή λύση είναι η φυγή˙ από το γραφείο, όχι από το πρόβλημα. Κλείνεις τον υπολογιστή, σηκώνεσαι από την καρέκλα και πηγαίνεις κατευθείαν στην πηγή. Κάπως έτσι βρέθηκα τις προάλλες σε καφέ, το οποίο έχω χρησιμοποιήσει και άλλες φορές σε στιγμές κρίσης και η αλήθεια είναι ότι πάντοτε έβγαινα σοφότερος απ’ ότι έμπαινα. Συμπτωματικά η άφιξή μου εκείνη τη μέρα συνέπεσε με το διάγγελμα του πρωθυπουργού. Μετά από μία γρήγορα εκτίμηση, διάλεξα το τραπέζι που φαινόταν καταλληλότερο για «συνακροάσεις» και έκανα νόημα στον Μηνά να φέρει κάτι. Μου έγνεψε «αμέσως», χωρίς να πει και αυτός κάτι, αφού όλοι είχαν καρφωμένο το βλέμμα τους στην τηλεόραση. Πού και πού δηλαδή άκουγες κανέναν να φωνάζει κάτι στον πρωθυπουργό, σα να μπορούσε να τον ακούσει, αλλά πέραν αυτού το πάρτι ξεκίνησε μόλις ολοκληρώθηκε το διάγγελμα. Άλλοι κορόιδευαν και γελούσαν, άλλοι έβριζαν και άλλοι καθόντουσαν σιωπηλοί. Το σίγουρο πάντως είναι ότι παρά το τυράκι, κανείς δεν υποδέχθηκε θετικά τις δηλώσεις και φυσικά κανείς δεν έδειχνε πρόθυμος να πέσει στη φάκα. Συνεπώς μάλλον αρνητικά λειτούργησε όλο αυτό στην ψυχολογία των συνταξιούχων και περισσότερο τους εξαγρίωσε παρά τους ηρέμησε. Και εδώ που τα λέμε δεν τους αδικείς. Αφού έχουν τραβήξει όλα όσα έχουν τραβήξει, έρχεσαι τώρα ενόψει Χριστουγέννων, σαν καλός Άγιος Βασίλης και τους πετάς έναν μποναμά στα μούτρα για να τους εντυπωσιάσεις και συνάμα να τους καλοπιάσεις. Μόνο που οι συνταξιούχοι δεν είναι παιδάκια και γι’ αυτό ούτε γάλα θα σου αφήσουν, ούτε κουλουράκια. Και το «δώρο» που τους έκανες, επειδή δεν μπορούν να το αρνηθούν, θα στο ανταποδώσουν με άλλο τρόπο, όταν έρθει η ώρα. Ίσως την επόμενη χρονιά.