Τα κουμπιά της μηχανής
Μπήκαμε και οι δυο στο λεβητοστάσιο να δούμε υποτίθεται τη βλάβη. Τι να δούμε δηλαδή, αφού κανείς μας δεν τα κατάφερνε ιδιαίτερα σε αυτά τα πράγματα και ειδικά ο οικοδεσπότης, ο οποίος μας είχε τραβήξει αυτό το παγωμένο απόγευμα στο σπίτι του για να μας δείξει την εξαιρετική συλλογή του με βιβλία υπογεγραμμένα από τους συγγραφείς. Παγωμένο όμως ήταν και το σπίτι, αφού παρά τις επίμονες προσπάθειές του, το καλοριφέρ δεν έπαιρνε μπρος με τίποτα. Έτσι προθυμοποιήθηκε η αφεντιά μου να συνεπικουρήσει στο δύσκολο έργο της αναγνώρισης και ενδεχομένως της επιδιόρθωσης της βλάβης, μόνο και μόνο επειδή γνώριζα ότι ήμουν ελάχιστα πιο σχετικός από εκείνον. Κατεβήκαμε προσεκτικά τις μαρμάρινες σκάλες, την ώρα που οι υπόλοιποι είχαν ήδη πέσει με τα μούτρα στα μοναδικά αντίτυπα της αξιοζήλευτης βιβλιοθήκης του. Βρεθήκαμε σε ένα πολύ μεγάλο δωμάτιο, στη βάση του σπιτιού, που εκτός από τον λέβητα είχε και καμιά εκατοστή πράγματα ολόγυρα: από παλιές πόρτες και παράθυρα, μέχρι ποδήλατα και κατσαρόλες. Ο παλιατζής θα έκανε πάρτι εδώ μέσα, σκέφτηκα, την ώρα που προσπαθούσε να μεταπείσει με γροθιές τον καυστήρα να δουλέψει. «Μπα, δε γίνεται τίποτα. Μου φαίνεται πως τα έφτυσε», είπε, καθώς παραμέριζε βλαστημώντας τα πράγματα που έβρισκε στο διάβα του. «Πάμε να φύγουμε. Τι να κάνουμε; Θα μείνουμε με τις ρόμπες και τα παλτό σήμερα και από αύριο θα φωνάξω τον μάστορα να το φτιάξει». Καθώς φεύγαμε άπρακτοι, το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μία παλιά και πολύ όμορφη γραφομηχανή. Ήταν γεμάτη σκόνη αλλά μπορούσες να διακρίνεις αμέσως τη φινέτσα στην κατασκευή. Γερό σιδερικό, βαρύ εργαλείο. Σχεδόν άκουγες τα χτυπήματα από τα κουμπιά να πατάνε με δύναμη πάνω στο χαρτί. Τον κοίταξα που είχε κολλήσει, περιμένοντας να μου πει τι και πως, αλλά φαινόταν να έχει χαθεί για λίγο στο παρελθόν. Τελικά προχώρησε συνοφρυωμένος λέγοντας μονάχα: «Μην ρωτάς. Μία άλλη ζωή».