Στους θάμνους με τα μύρτιλα
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”56918″ img_size=”full”][vc_column_text]Ανέκαθεν είχα την απορία. Πού πηγαίνει; Μένει ποτέ κάτι από το όνειρο που έσβησε πρόωρα στον πηγαιμό για την ύπαρξη; Ή μήπως κι αυτό ακόμη είναι ένα ψευτοδίλημμα, μία πλάνη της κοινής αντίληψης; Αφού έστω και σαν βαθύτατη επιθυμία υπήρξε, και μάλιστα τόσο έντονα ώστε να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά˙ σαν δίσκος που παίζει από την αρχή ως το τέλος το ίδιο κομμάτι. Αλλά ακόμα κι έτσι να είναι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αργά ή γρήγορα όλα τα όνειρα πεθαίνουν. Πεθαίνουν ακόμα κι αυτά που έγιναν πραγματικότητα, καθώς τίποτε δεν μένει ίδιο και τίποτε δεν κρατάει μέσα του για πολύ την ονειρική διάσταση. Αυτό είναι μάλλον το τίμημα της θνητότητας. Θα ζήσεις. Θα έχεις την μοναδική ευκαιρία να κάνεις το ταξίδι της ζωής. Θα έχεις το προνόμιο να αντικρίσεις τ’ άστρα, να τραγουδήσεις, να στοχαστείς, να τρέξεις, ν’ αγαπήσεις και ν’ αγαπηθείς, να ονειρευτείς και να σε ονειρευτούν. Αλλά όπως όλα γεννιούνται και ζουν, έτσι και πεθαίνουν. Η θνητότητα είναι η ευχή και κατάρα του ανθρώπινου κόσμου. Πολλοί δείχνουν να το καταλαβαίνουν. Δείχνουν να διαισθάνονται διαρκώς στην άκρη της καρδιάς τους αυτό το ανεπαίσθητο βάρος του χτύπου, που όλο και βραδύνει, όλο και πιο σιγά, και πιο σιγά, και πιο σιγά, μέχρι μια μέρα να σταματήσει ο μετρονόμος της ζωής και να περάσει στην αιωνιότητα. Αλήθεια είναι! Όχι επειδή το λέει κάποια θρησκεία αλλά επειδή πάντα κάτι μένει πίσω στη ζωή. Απλώς δεν φανερώνεται. Δεν φωνάζει. Κρύβεται, σα να φοβάται ότι άπαξ και αποκαλύψει την παρουσία του θα χαθεί για πάντα. Έτσι συμβαίνει και με τα όνειρα. Ό,τι γλιτώνει κρύβεται. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι τα απομεινάρια τους προβάλλουν τόσο ξαφνικά, τόσο αναπάντεχα, μετά μήνες, χρόνια, δεκαετίες ολόκληρες, μέσα από τους ναούς της λήθης; Ό,τι γλιτώνει κρύβεται. Βρίσκει καταφύγιο σε φιλόξενα κλαδιά. Στους θάμνους με τα μύρτιλα.
Στους θάμνους με τα μύρτιλα
λένε ότι κρύβεται κάθε φορά
ό, τι γλιτώνει από τα όνειρα
και βγαίνει στο φως της μέρας
να βρει καταφύγιο να σωθεί
φιλόξενα κλαδιά
φωλιά των ερώτων είναι
που δεν καταράστηκε ο καιρός.
Γιώργος Βέης[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]