Θέματα φορολογίας που μας κέντρισαν το ενδιαφέρον
Του Αλέξη Νταουλάρη
Κρίθηκε συνταγματική η αναδρομική εφαρμογή της διάταξης για την προσαύξηση περιουσίας από αδιευκρίνιστη αιτία.
Έτσι, επιτρεπτά φορολογείται η προσαύξηση αυτή ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα/ελευθέρια επαγγέλματα. Εννοείται ότι απαιτείται να μην έχει παρέλθει ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για καταλογισμό φόρου, ο οποίος ορίζεται κατ’ αρχήν στην πενταετία, με συγκεκριμένες εξαιρέσεις που υπάγονται σε δεκαετή και πλέον παραγραφή (ΣτΕ 1897/2016).
Ο έλεγχος των πρωτογενών τραπεζικών καταθέσεων σε σύγκριση με τα δηλωθέντα εισοδήματα της κάθε χρονιάς είναι η βασική ελεγκτική διαδικασία που ακολουθείται για την εφαρμογή της διάταξης για την προσαύξηση περιουσίας.
Αν τα δηλωθέντα εισοδήματα υπολείπονται των πρωτογενών τραπεζικών καταθέσεων και δεν τεκμηριώνονται επαρκώς, η οποιαδήποτε προσαύξηση της περιουσίας χαρακτηρίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα/ελευθέρια επαγγέλματα.
Για τη δικαιολόγηση προσαύξησης περιουσίας μέσω διάθεσης περιουσιακών στοιχείων ή μέσω απόκτησης εισοδημάτων, για τα οποία στο παρελθόν δεν υπήρχε υποχρέωση αναγραφής τους στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, είτε γιατί ήταν αφορολόγητα είτε γιατί φορολογούνταν με ειδικό τρόπο (π.χ. τόκοι, πώληση εισηγμένων μετοχών), πρέπει να προσκομίζονται επαρκείς αποδείξεις, ήτοι τα κατάλληλα νόμιμα δικαιολογητικά.
Όταν ο φορολογούμενος επικαλείται ότι η προσαύξηση περιουσίας προέρχεται από δωρεά, δανειοδότηση, γονική παροχή ή κληρονομιά, ελέγχεται κατά πόσο υπήρχε η δυνατότητα από τον δωρητή, τον δανειοδότη, τον παρέχοντα ή τον κληρονομούμενο να καταβάλλει τα ποσά που επικαλείται ο φορολογούμενος, όπως επίσης αν έχουν καταλογιστεί τα ποσά που προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις (π.χ. τέλη χαρτοσήμου, φόρος γονικής παροχής, φόρος δωρεάς κ.λπ.).
Δεν θεωρείται προσαύξηση περιουσίας και δεν αντίκειται στη φορολογική νομοθεσία η επανακατάθεση χρημάτων που ήδη είχαν αναληφθεί, με την προϋπόθεση ότι τα αναληφθέντα ποσά δεν αναλώθηκαν στην απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή στην πραγματοποίηση λοιπών δαπανών, έτσι ώστε να μη δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό. Στην περίπτωση που τα ποσά αυτά αναλώθηκαν, δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεσή τους (ΔΕΔ 2275/21.06.2016)
Στο στόχαστρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρίσκονται οι μεγάλοι πολυεθνικοί όμιλοι και η πρακτική του φορολογικού σχεδιασμού, που εφαρμόζουν. Βάσει της φιλόδοξης πρότασης της Επιτροπής, ένα νέο σύστημα υπολογισμού της φορολογικής βάσης θα ακολουθείται, ώστε οι μεγάλοι όμιλοι να υποβάλλουν φορολογική δήλωση για όλες τις δραστηριότητές τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια μόνο φορολογική αρχή. Στο πλαίσιο αυτό προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η εξάλειψη της διπλής φορολογίας και της γραφειοκρατίας, η εφαρμογή βελτιωμένου συστήματος επίλυσης διαφορών για τη διπλή φορολόγηση εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και η δυνατότητα να συμψηφίζουν οι εταιρείες τα κέρδη που πραγματοποιούνται σε ένα κράτος-μέλος με ζημίες που προκύπτουν σε άλλο.
Στην έννοια των μερισμάτων εμπίπτει κάθε διανομή κερδών, ημεδαπής ή αλλοδαπής προέλευσης, που προέρχεται από εισηγμένες και μη μετοχές, από ιδρυτικούς τίτλους, από εταιρικά μερίδια ΕΠΕ ή από συμμετοχή σε προσωπικές εταιρείες, από προμερίσματα που διανέμουν οι ανώνυμες εταιρείες, από προσωρινές απολήψεις κερδών των εταίρων, από τόκους προνομιούχων μετοχών, καθώς και από αμοιβές που καταβάλλονται στα μέλη ΔΣ, σε διαχειριστές και στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό από τα κέρδη του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας (ΠΟΛ 1042/26.01.2015).
Μέρισμα αποτελεί και η απόληψη τόκων, ως απόδοση των προνομιούχων μετοχών, δεδομένου ότι οι προνομιούχες μετοχές ουσιαστικά αποτελούν συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω τόκοι δεν αποτελούν δαπάνη εκπιπτόμενη από τα ακαθάριστα έσοδα του νομικού προσώπου (ΔΕΔ 2344/24.06.2016).
Η διοίκηση ενός κράτους μέλους δεν μπορεί να αρνείται την απαλλαγή μιας ενδοκοινοτικής μεταφοράς από τον ΦΠΑ απλώς και μόνον επειδή ο υποκείμενος στον φόρο, ενεργώντας καλοπίστως και έχοντας λάβει όλα τα ευλόγως απαιτούμενα μέτρα, δεν μπορούσε να γνωστοποιήσει τον αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ του αγοραστή που χορηγείται από το κράτος-μέλος προορισμού. Η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας απαιτεί τη χορήγηση απαλλαγής από τον ΦΠΑ, εφόσον πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, ακόμη και αν οι υποκείμενοι στον φόρο παρέλειψαν να τηρήσουν ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις. Επίκληση της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας από υποκείμενο στον φόρο, ο οποίος εκ προθέσεως συμμετείχε σε φοροδιαφυγή, δεν χωρεί για τους σκοπούς εφαρμογής της απαλλαγής από τον ΦΠΑ (Απόφαση Plöckl C‑24/15).
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους έκρινε ότι νομικά πρόσωπα που εδρεύουν εντός Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Λιχτενστάιν) δεν δύνανται να απαλλάσσονται του ειδικού φόρου ακινήτων (15%) που επιβάλλεται σε εμπράγματα δικαιώματα πλήρους ή ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας επί ακινήτων στην Ελλάδα. Τα νομικά πρόσωπα με έδρα εντός Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου τελούν υπό διαφορετικό νομικό καθεστώς από τα κοινοτικά νομικά πρόσωπα, γεγονός που δεν δικαιολογεί την ανάλογη ή επεκτατική εφαρμογή των ήδη προβλεπόμενων από το νόμο εξαιρέσεων και στην περίπτωσή τους. Συνεπώς, οι απαλλαγές αυτές ισχύουν υπό προϋποθέσεις και μόνο ως προς τα νομικά πρόσωπα που έχουν την έδρα τους εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΝΣΚ 250/2016).